…
Τι ζητούν οι «Βούλγαροι» στην Κυδωνία;
Η παρουσία μιας αμφιλεγόμενης προτομής στα Χανιά μας θυμίζει πώς και από ποιους κυνηγήθηκαν οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας. Μια ιστορία που δεν πρόκειται ν’ ακουστεί στους πανηγυρικούς λόγους των ημερών. Μια έκπληξη περιμένει τον ανυποψίαστο επισκέπτη του Δημοτικού Κήπου των Χανίων. Δίπλα στην είσοδο της οδού Τζανακάκη, μια μαρμάρινη προτομή ισχυρίζεται ότι ο εικονιζόμενος «αν ζούσε σε μια χώρα της Ευρώπης τους παλιούς καιρούς, θα μπορούσε με την επιβολή του και το κουράγιο του να ιδρύσει μια δυναστεία».
«Δυναστεία» στα Χανιά, το νομό που κατά το τελευταίο δημοψήφισμα (1974) πρωταγωνίστησε με 92,7% στο διώξιμο της μοναρχίας; Η έκπληξη του διαβάτη πολλαπλασιάζεται όταν διαπιστώσει πως η επίμαχη φράση, που αφορά τον καπετάν Παύλο Γύπαρη από την Ασή Γωνιά του Αποκόρωνα, αποδίδεται στην πιο εμβληματική μορφή του αντιμοναρχικού αγώνα: τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Θα κορυφωθεί δε αν πληροφορηθεί ότι τα αποκαλυπτήρια της προτομής με τη συζητήσιμη επιγραφή έγιναν το 2001, επί δημαρχίας του υποστηριζόμενου από το ΠΑΣΟΚ Γιώργου Τζανακάκη!
Λιγότερο προφανείς είναι οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν τότε, όχι τόσο για την επιγραφή όσο για το ίδιο το στήσιμο της προτομής του Γύπαρη – φυσιογνωμίας που συνδέεται όσο κανείς άλλος με τη «Λευκή Τρομοκρατία», την καταδίωξη της χανιώτικης Αριστεράς και την εξαπόλυση του Εμφυλίου στο νομό το 1945-47.
Νύξεις επ’ αυτού υπάρχουν στο πρόσφατο βιβλίο της Μάρως Δούκα για τα Χανιά («Αθώοι και φταίχτες», Αθήνα 2004, σ.85-6 & 256). Δημόσια, όμως, η κυριότερη αντίδραση εκφράστηκε από τον Νίκο και την Αργυρώ Κοκοβλή, με άρθρο τους στο «Αντί» (6.9.2002) που αναπαρήγαγε η τοπική εφημερίδα «Αγώνας».
Παλαίμαχοι αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΔΣΕ, που μετά τη συντριβή του δεύτερου αντάρτικου έζησαν σε βαθιά παρανομία ώς το 1962, οι Κοκοβλήδες γνωρίζουν από πρώτο χέρι τι ήταν ο Γύπαρης και οι «άνευ θητείας χωροφύλακές» του. Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Χανίων, ο Νίκος αναγκάστηκε να περάσει το 1947 στην παρανομία μετά από αλλεπάλληλες συλλήψεις. Νεαρή επονίτισσα στη Δρακώνα, η Αργυρώ βγήκε κι αυτή στο βουνό όταν ένας τοπικός «γυπαραίος» αποφάσισε να την κάνει με το ζόρι γυναίκα του.
Ποιος ήταν όμως στην πραγματικότητα ο Γύπαρης; Αποφασίζοντας να φιλοτεχνήσουμε το πορτρέτο του στον «Ιό», φανταζόμασταν ότι θα καταγράψουμε μια τυπική διαδρομή επαγγελματία πολέμαρχου. Τελικά, η έρευνά μας σε αρχεία και εφημερίδες των Χανίων αποδείχθηκε πιο αποκαλυπτική: αυτός που προβάλλει πίσω από τον Γύπαρη, ως πολιτικός καθοδηγητής της μεταφύτευσης του Εμφυλίου στην Κρήτη εν έτει 1947, δεν είναι άλλος από τον «αρχιτέκτονα της εθνικής συμφιλίωσης», τον Κων/νο Μητσοτάκη!
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Επάγγελμα παρακρατικός
Γεννημένος το 1882, ο Παύλος Γύπαρης δεν ξεκίνησε βέβαια τη σταδιοδρομία του με το κυνήγι των εαμιτών. Πίσω του είχε μισόν αιώνα δράσης, τόσο σε πολεμικά μέτωπα όσο και στην καταστολή των αντιφρονούντων, για λογαρασμό του μεγάλου του ινδάλματος και προστάτη του: του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η οξυδερκέστερη σκιαγράφησή της έγινε το καλοκαίρι του 2002, στο πλαίσιο τιμητικών εκδηλώσεων που οργάνωσαν το Ιδρυμα ‘Ελευθέριος Βενιζέλος’, η κοινότητα Ασή Γωνιάς και η οικογένεια Γύπαρη. «Ο Γύπαρης», εξήγησε με στρατιωτική λιτότητα ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ιω. Βερυβάκης, «ήταν οι ειδικές δυνάμεις της εποχής εκείνης. Ο,τι διπλωματικά ή πολιτικά δεν έπρεπε να εμφανιστεί με ταυτότητα κρατικής εξουσίας, ο Βενιζέλος το πραγματοποιούσε προηγουμένως ή παράλληλα με ενέργειες μέσω του Γύπαρη» («Χανιώτικα Νέα» 22.7.02).
Ξεκινώντας το 1904 με τον Μακεδονικό Αγώνα, ο καπετάνιος ακολούθησε την τυπική διαδρομή των επαγγελματιών «ατάκτων πολεμιστών» της εποχής του: «επαναστάτης» στη Σάμο το 1912, «πρόσκοπος» στους Βαλκανικούς πολέμους το 1912-13, «αντάρτης» στην Κορυτσά το 1914.
Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Το 1915, ενώ ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος δεν έχει ακόμη φτάσει στην Ελλάδα, σχηματίζει μια «Ελληνοκρητική Λεγεώνα» 900 ανδρών και, ως λοχαγός του γαλλικού στρατού, εκστρατεύει εναντίον των Γερμανών στο μέτωπο της Αλσατίας. Η όλη εκστρατεία γίνεται προφανώς με ενέργειες της κυβέρνησης Βενιζέλου, όπως διαπιστώνουμε από «λίαν επείγουσα – εμπιστευτική» εντολή του υπουργού Εσωτερικών Ρέπουλη προς την Αστυνομία του Πειραιά, να επιτρέψει «την ελευθέραν αναχώρησιν» του σώματος «διά Γαλλίαν» (23.2.1915).
Μετά το Δυτικό Μέτωπο θα έρθει η σειρά της Καλλίπολης και της Μακεδονίας. Ο Γύπαρης προσχωρεί στο κίνημα της «Εθνικής Αμυνας», τραυματίζεται στην πρώτη μάχη του Σκρα (27.4.1917) κι αναλαμβάνει στο εξής την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού». Τον Μάρτιο του 1918, η κυβέρνηση Βενιζέλου τον τοποθετεί επικεφαλής των νεοσύστατων «Δημοκρατικών Ταγμάτων Ασφαλείας», μονάδας εντεταλμένης με την καταστολή των αντιπάλων του καθεστώτος.
«Τον κατηγόρησαν ότι ήταν αγριάνθρωπος και εβασάνιζε τους πολιτικούς αντιπάλους», παραδέχεται η υμνητική ανθολογία του Α. Γυπαράκη, προβάλλοντας ωστόσο και τη σχετική δικαιολογία: «Αν δεν υπήρχε αυτή η νόμιμη άμυνα για τη σωτηρία της πατρίδας, το έργο του Βενιζέλου θα είχε καταρρεύσει από την αρχή» (σ.110).
«Εκεί στην Τασκένδη που ζήσαμε με πολύ κόσμο από τη Μακεδονία», θυμάται χαρακτηριστικά η Αργυρώ Κοκοβλή, «μας διηγούνταν περιπτώσεις που ο Γύπαρης με τους άντρες του έβαζε στα βρακιά των γυναικών γάτες, κι άλλες τέτοιες βαναυσότητες».
Αποκορύφωμα της δράσης των «Γυπαραίων» αποτελεί η δολοφονία του Ιωνα Δραγούμη και η ολοκληρωτική καταστροφή, την ίδια μέρα, των γραφείων και του αρχείου του «Ριζοσπάστη», ως «αντίποινα» για την απόπειρα κατά του Βενιζέλου στη Λυών (31.7.20).
Μετά τις εκλογές του 1920, ο Γύπαρης ακολουθεί τον Βενιζέλο στην αυτοεξορία του. Θα επανέλθει με το κίνημα του Πλαστήρα, θ’ αποκατασταθεί στο στράτευμα και το 1926 θα αποστρατευθεί με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Το 1935 περνά από δίκη για το κίνημα του Βενιζέλου κι αθωώνεται.
Η πάταξη της «αναρχίας»
Φτάνουμε στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Επικεφαλής ένοπλων πολιτών στη Μάχη της Κρήτης, ο Γύπαρης ακολουθεί το 1941 την εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Ως «Φρούραρχος Αλεξάνδρειας» θα συμμετάσχει στην καταστολή των αντιφασιστικών εξεγέρσεων του ελληνικού στρατού. Ωσπου, τον Μάρτιο του 1944, αποσπάται στη Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων Πολέμου (ΔΕΥΠ) και διορίζεται από το Συμμαχικό Στρατηγείο «Γενικός Αρχηγός» των ανταρτών του Νομού Χανίων.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η πράξη του διορισμού του, που ο ίδιος φρόντισε αργότερα να δημοσιεύσει («Ηρωες και ηρωισμοί στη Μάχη της Κρήτης», σ.247-8). Ως μελλοντικοί συνεργάτες του απαριθμούνται εκεί οι ηγέτες της «Εθνικής Οργανώσεως Κρήτης» (ΕΟΚ) που έχει συσταθεί την προηγούμενη χρονιά από τις βρετανικές υπηρεσίες. Το κρίσιμο είναι ωστόσο ο προσδιορισμός του αντιπάλου: σαν «παρασυρμένοι» από «την εχθρική προπαγάνδα», την «αντίδρασιν» των οποίων «αναμένεται ν’ αντιμετωπίσει» ο «Γενικός Αρχηγός», αναφέρονται ονομαστικά οι επικεφαλής του τοπικού ΕΛΑΣ και «πλήθος άλλοι»!
Για το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των χανιώτικων αντιστασιακών οργανώσεων, αποκαλυπτικός είναι ο ίδιος ο Μητσοτάκης: «Το ΕΑΜ πρέπει να ήλεγχε το 90%», εξηγεί στην επίσημη βιογραφία του. «Ελάχιστοι άνθρωποι του προσωπικού μου κύκλου δεν ανήκαν στο ΕΑΜ. Χρειάστηκε να φτιάξουμε αντιστασιακές ομάδες ως στοιχειώδες αντιστάθμισμα στο ΕΑΜ» (Δ. Δημητράκος, «Κώστας Μητσοτάκης. Πολιτική βιογραφία», τ.Α΄, Αθήνα 1989, σ.140).
Για άγνωστους λόγους, ο Γύπαρης θα φτάσει ωστόσο στην Κρήτη πολύ αργότερα: λίγες μέρες πριν από τα Δεκεμβριανά. «Αμέσως έδειξε να ενδιαφέρεται για την καταπολέμηση της εαμικής και κομμουνιστικής προπαγάνδας», σημειώνει με ικανοποίηση ο υπηρεσιακός απολογισμός της προϊστάμενής του βρετανικής υπηρεσίας (Χιουζ 1991, σ.205).
Δυο μήνες νωρίτερα, στις 13.10.1944, τα κατοχικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από την υπόλοιπη Κρήτη και ταμπουρωθεί στα Χανιά και τα περίχωρά τους. Κυκλωμένα απ’ τους αντάρτες, θα παραδοθούν τον επόμενο Μάιο, μετά τη συνθηκολόγηση του Βερολίνου. Δουλειά του Γύπαρη δεν είναι η αντιμετώπισή τους αλλά η μεταφορά του εμφυλίου στην Κρήτη και η πάταξη των «αναρχικών».
Η αρχή θα γίνει στο Ρέθυμνο, «φρούραχος» του οποίου αναλαμβάνει στα μέσα Δεκεμβρίου. Με αφορμή τη διανομή «στασιαστικών φυλλαδίων» του ΕΑΜ, αρχίζει στις 17 Ιανουαρίου 1945 τις συλλήψεις και συντρίβει με τα όπλα τις αντιδράσεις του 44ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Ακολουθεί εξόρμηση στην ύπαιθρο με αποτέλεσμα, όπως σημειώνει ο συνεργάτης του Χρήστος Τζιφάκης, «την πλήρη και οριστικήν διάλυσιν του ΕΛΑΣ εν τω νομώ Ρεθύμνης» (ΔΙΣ 1998, τ.6ος, σ.263).
Επεται ο Νομός Χανίων. Μέσα στον Ιανουάριο, εκατό «χωροφύλακες άνευ θητείας» αναλαμβάνουν το σάρωμα των «αναρχικών» σε Κίσσαμο κι Αποκόρωνα. Καθώς το ΕΑΜ αποφεύγει τη σύγκρουση, δίνοντας στον Γύπαρη την εντύπωση μιας εύκολης νίκης: «Με μίαν συμπλοκήν άνευ σημασίας εις την Κίσσαμον εσκόρπισαν διά να μη μαζευτούν πλέον. Ομοίως και εις τον Αποκόρωνα έδωσαν δυο μικρές συμπλοκές χωρίς να δυνηθούν να με σταματήσουν πουθενά και να τους κυνηγήσω σαν άγρια κατσίκια εις τα ορεινώτερα σημεία», πανηγυρίζει στις 2.2.45. Συμπληρωματικά αναφέρει ότι βομβάρδισε με όλμους το χωριό Ραμνή κι «είχε απόφασιν να χαλάσει ορισμένα σπίτια προς παραδειγματισμόν, εάν δεν έσπευδαν να φωνάξουν απεγνωσμένως ότι παραδίδωνται» (Αρχείο Π. Γύπαρη [ΑΠΓ], φ.9/Α, εγγρ.6).
Σοβαρότερες συγκρούσεις σημειώνονμται το Μάρτιο, μετά από πρόκληση «γυπαραίων» στο πανηγύρι του Φρε. Ωσπου, στις 4 Απριλίου, ο Γύπαρης εξαπολύει την «Εθνική Ανταρτική Ταξιαρχία» του εναντίον του ΕΛΑΣ «καθ’ όλον τον τομέα, από Βρύσες μέχρι Λευκά Ορη» (ΑΠΓ/9/Α/52). Και πάλι το ΕΑΜ αποφεύγει να μπει στη λογική του εμφυλίου, εγκαταλείποντας το στρατηγείο του στα χέρια των -έκπληκτων γι’ αυτό- εθνικοφρόνων (ΑΠΓ/9/Α/54).
Η επιχείρηση ενθουσιάζει ωστόσο τους καθοδηγητές του Γύπαρη. «Η κατάστασις εις τον Αποκόρωνα πρέπει να ξεκαθαρισθή τελείως» του μηνύει αυθημερόν ο επιτελάρχης Κελαϊδής. Ακόμη κι ο ταγματάρχης Παπαγιαννάκης, επικεφαλής του βραχύβιου «Τάγματος Ασφαλείας» που συγκρότησαν οι Γερμανοί το 1944, σπεύδει να τον συγχαρεί: «Η κατά του κομμουνισμού εξόρμησίς σας με ενεθουσίασεν και δεν με αφήνει να κοιμηθώ ήσυχος, ζηλεύων την δόξαν και το μεγαλείον σας. Είμαι διατεθειμένος να σας ακολουθήσω μετά 50-100 γενναίων ανδρών, να αγωνισθώμεν μαζί σας μέχρι να ξεκαθαρισθή τελείως ο Νομός Χανίων εκ των αναρχικών στοιχείων» (ΑΠΓ/9/Α/59).
Αποκαλυπτικές για την εθνικόφρονα επιχειρηματολογία των ημερών είναι δυο προκηρύξεις, της ΕΟΚ (1.4.45) και του ίδιου του Γύπαρη (5.4.45). Η πρώτη αποκαλεί τους ηγέτες του ΕΑΜ «πράκτορες του τροτσισμού [sic] και του Βουλγαρικού κομιτάτου», χαρακτηρίζει το διοικητή του 14ου συντάγματος του ΕΛΑΣ «τερατόμορφο ρουμανόβλαχο» και διακηρύσσει πως «τα Κρητικά ζητήματα είναι εις θέσιν να τα χειρίζωνται μόνον οι Κρητικοί». Η δεύτερη επαναλαμβάνει τα περί «αμφιβόλου Ελληνικής γνησιότητος» της τοπικής εαμικής ηγεσίας, χαρακτηρίζοντας τα στελέχη της «όργανα της Βουλγαρικής Προπαγάνδας», και καλεί τον πληθυσμό να «επανέλθει και πάλιν εις την Ελληνικήν ιδέαν»…
Κι οι Γερμανοί; Στις 14.4.1945, ο μητροπολίτης Χανίων
μεταφέρει στον Γύπαρη αίτημα της Γερμανικής Διοίκησης για είσοδό του στην πόλη, «με την ελπίδα» ότι «θα ημπορούσε να επιβάλει την τάξιν εις τους αναρχικούς». Απαντώντας, ο καπετάνιος «ομολογεί» ότι η ιδέα «δεν τον άφησε ασυγκίνητον» αλλά τον προβληματίζει η εφαρμογή της, «διότι άι Γερμανικαί Αρχαί δεν θα θελήσουν να φέρω εις τα Χανιά τας Εθνικάς Ομάδας με τας οποίας θα ημπορούσα να εργασθώ αποτελεσματικώς» (ΑΠΓ/9/Στ/4). Τρεις βδομάδες μετά, η προϊστάμενή του Στρατιωτική Διοίκηση θεωρεί σε έγγραφό της απαραίτητη την ένοπλη παρουσία των Γερμανών και μετά τη συνθηκολόγησή τους, προκειμένου ν’ αποτραπεί η είσοδος ελασιτών στην πόλη (Βλοντάκης 1976, σ.378-80).
Η τελική πρόκληση των «γυπαραίων» θα σημειωθεί στις 23 Μαΐου 1945. Από το κτίριο των στρατώνων, ένοπλοι της «Εθνικής Ανταρτικής Ταξιαρχίας» ανοίγουν εν ψυχρώ πυρ κατά του εαμικού πλήθους που πανηγύριζε για την απελευθέρωση, σκοτώνοντας μια γυναίκα (Αναστασία Γιαννικάκη) και τραυματίζοντας 17 τουλάχιστον άτομα. Το μακελειό σταμάτησε μόνο όταν ένα βρετανικό τανκ έστρεψε τα πολυβόλα του εναντίον των σκοπευτών. Χάρη δε στην ψυχραιμία της χανιώτικης Αριστεράς, η οφθαλμοφανής αυτή απόπειρα επανάληψης των Δεκεμβριανών έπεσε στο κενό.
Ο τρίτος γύρος
Η «Ταξιαρχία» του Γύπαρη διαλύθηκε τον Ιούνιο του 1945, με το τέλος του πολέμου. Χάρη στην εκλογική αποχή της (πλειοψηφικής) Κεντροαριστεράς, ο ίδιος θα εκλεγεί άνετα τον επόμενο Μάρτιο πρώτος βουλευτής Χανίων με το κόμμα Φιλελευθέρων. Δεν παύει όμως να θεωρεί ότι άφησε τη δουλειά στη μέση και μέμφεται τις αρχές όταν επιδεικνύουν «επιείκειαν εις τους κομμουνιστάς, με την ελπίδα να επαναφέρουν εις την Εθνικήν οδόν όσον είναι δυνατόν περισσοτέρους, ενώ γνωρίζουν ότι οι αναρχικοί έπαυσαν να είναι Ελληνες» (ΑΠΓ/9/Β/185).
Το πλήρωμα του χρόνου θα έρθει τον Μάρτιο του 1947. Ως τότε, ο Εμφύλιος δεν είχε φτάσει ακόμα στην Κρήτη. Υπήρχαν βέβαια φυγόδικοι αντιστασιακοί στα βουνά και παρακρατικοί στις πόλεις ή τα χωριά. Οι εφημερίδες καταγράφουν τη διάλυση εαμικών συγκεντρώσεων, συλλήψεις και δικαστικές διώξεις, ενώ από τα μέσα του 1946 έχουν αρχίσει σποραδικές δολοφονίες στελεχών της Αριστεράς, με πρώτο θύμα το Ρούσο Τσιγκουνάκη (26.7.46).
Τα Χανιά παρέμεναν όμως όαση ειρήνης σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, χάρη κυρίως στην αυτοσυγκράτηση των ντόπιων αριστερών. «Παρά τις προκλήσεις, ο κόσμος δεν ήθελε τη σύγκρουση», θυμάται χαρακτηριστικά ο Νίκος Κοκοβλής. «Είναι κι οι τοπικές ιδιαιτερότητες, η παράδοση της βεντέτας, που τον έκανε να φοβάται τον αλληλοσκοτωμό».
Την αυτοσυγκράτηση αυτή επιβεβαιώνουν και ντοκουμέντα της ηγεσίας του ΚΚΕ, που μέμφεται τις τοπικές κομματικές οργανώσεις για ελλιπή προσαρμογή στις «νέες συνθήκες» και την καθοδήγησή τους για «ταλαντεύσεις» (Φίλιππος Ηλιού, «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος», Αθήνα 2005, σ.168-9 & 191). Αίτημα των «επιτροπών συμφιλίωσης», που προωθεί το ΕΑΜ, είναι η απουσία διώξεων κι η παραμονή των κρητικών φαντάρων στο νησί, ώστε να μην εμπλακούν στην αλληλοσφαγή.
Καθοριστική τομή θ’ αποτελέσει η κήρυξη μιας αγροτικής απεργίας, με συμμετοχή και εμποροβιοτεχνών της πόλης. Από τις στήλες της προσωπικής του εφημερίδας, ο Κων/νος Μητσοτάκης καταγγέλλει την «πλήρην συνθηκολόγησιν του επισήμου κράτους ενώπιον της κομμουνιστικής βίας» (5.3.47). Την επομένη, ενώ οι απεργοί αναδιπλώνονται μετά από συμφωνία με το Γενική Διοικητή, ο Γύπαρης «ανακαλείται από την εφεδρεία» και διορίζεται Στρατιωτικός Διοικητής Χανίων. Ο Μητσοτάκης, κατά την επίσημη βιογραφία του, θα παίξει «το ρόλο πολιτικού καθοδηγητή» του (σ.262).
Το πρόγραμμά του ο Γύπαρης θα το ξεκαθαρίσει με διαδοχικά πρωτοσέλιδα άρθρα του στον «Κήρυκα», την εφημερίδα του Μητσοτάκη. Η γραφή του είναι κάπως ασυνάρτητη, η λογική του όμως απλή: ο Μακεδονικός Αγώνας συνεχίζεται σε όλη την Ελλάδα, ακόμη και στην ιδιαίτερή του πατρίδα. Τυπικό δείγμα: «Ο προαιώνιος εχθρός Βούλγαρος επέρχεται σαρκάζων εις χώρας Ελληνικάς. Οι δυνάσται των Ελασιτών Κουκουέδες Βούλγαροι εμίσησαν και της πατρίδος την δόξαν καθώς εφθόνησαν και τους Ελληνας πατριώτας. […] Κακοί Ελληνες, οι οποίοι εξασκείτε την Σλαυϊκή προπαγάνδα, πάψετε να κακουργείτε σε βάρος του Ελληνικού λαού και της Πατρίδος μας. Εκείνοι οι οποίοι δεν θα συμμορφωθούν αλλά θα έχουν το θράσος να υψώσουν την κεφαλήν των υπεράνω του νόμου και του Κράτους, τους προειδοποιώ ότι θα σπάση» (20.3.47).
Η «βουλγαροποίηση» του εσωτερικού εχθρού δεν περιορίζεται στους κομμουνιστές. Τον ίδιο χαρακτηρισμό απευθύνει ο Γύπαρης δημόσια και στον φιλελεύθερο βουλευτή Γεωργιλαδάκη, απειλώντας να τον σκοτώσει με το περίστροφό του («Ελεύθερος Ανθρωπος» 28.6.47).
Τέλη Μαρτίου απαγορεύονται όλες οι πολιτικές συγκεντρώσεις. Στις 22 Απριλίου εκτοπίζονται τα ηγετικά στελέχη της Αριστεράς. Τη μαζική καταστολή θα την αναλάβουν ωστόσο οι «χωροφύλακες άνευ θητείας» που ο Γύπαρης στρατολογεί σε πόλεις και χωριά, προσφέροντας παχυλούς μισθούς και το ακαταδίωκτο για το ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών.
«Από τις Βουκολιές μάς έγραψαν πως ένα σώμα από τους άνευ θητείας χωρούλακες και στρατιώτες μπήκε μέσα στην κωμόπολη δυο φορές μέσα σε διάστημα 15 ημερών και έδειρε διάφορα άτομα, που μερικά είναι όχι μόνο αντικομμουνιστές αλλά και αντιδημοκρατικοί», διαβάζουμε λ.χ. στον τοπικό Τύπο («Ελ. Ανθρωπος» 19.7.47).
Αλλα ρεπορτάζ αναφέρουν τη συστηματική καταστροφή των τυπογραφείων του εαμικού Τύπου, το αναιτιολόγητο «τελεσιγραφικό κλείσιμο» κέντρων διασκέδασης, πυροβολισμούς στην τύχη, πυρπολήσεις σπιτιών, κακοποιήσεις, τραυματισμούς και φόνους πολιτών. Στις 18.7.47 «άγνωστοι εθνικόφρονες» δολοφονούν τον αριστερό δικηγόρο Ευτύχη Παλήκαρη. Την επομένη, οι «άνευ θητείας» τουφεκίζουν δυο απόστρατους αξιωματικούς, το Γιώργο Παπουτσάκη και το Γιώργο Σταματάκη, σε «αντίποινα» για το φόνο ενός εθνικόφρονα απ’ το ΔΣΕ.
Ο Γύπαρης θα φροντίσει για την ατιμωρησία τους. Ως πρόεδρος του Σωματείου Εθνικοφρόνων Αντιστασιακών, απαιτεί τον Νοέμβριο του 1948 από τον Γενικό Διοικητή την παύση ή αναστολή «πάσας ποινικής διώξεως» όχι μόνο για τα αδικήματα «εθνικοφρόνων πολιτών, οίτινες ως μέλη οργανώσεων ή αποσπασμάτων ή μεμονωμένως ηγωνίσθησαν κατά των κομμουνιστών» αλλά και όλων εν γένει των «εθνικοφρόνων πολιτών δι’ οιαδήποτε αδικήματα διαπραχθέντα υπό τούτων και σχέσιν έχοντα προς τας εναντίον των κομμουνιστών εκδηλώσεις των» (ΑΠΓ/9/Β/185).
Τα διαπλεκόμενα της μνήμης
Πλήρης ημερών, ο Παύλος Γύπαρης πέθανε στις 22.7.1966. Το βιογραφικό του που δημοσιεύθηκε στον «Κήρυκα» υπενθυμίζει πως «η συμβολή του εις την διάλυσιν των εαμικών σωμάτων υπήρξε σημαντική» (24.7.66). Στην κηδεία του, στο μητροπολιτικό ναό Αθηνών, στεφάνι εκ μέρους της κυβέρνησης (των αποστατών) κατέθεσε ο Κων/νος Μητσοτάκης. Ο ίδιος εκφώνησε και τον επικήδειο, τονίζοντας «την πολύτιμην εθνικήν υπηρεσίαν» του εκλιπόντος «κατά τον συμμοριτοπόλεμον» και προσθέτοντας ότι «η πολεμική του υπηρεσία κλείνει με την γενικήν αναγνώρισιν εχθρών και φίλων» («Κήρυξ» 26.7.66).
Μάλλον κάτι ήξερε από τότε…
Η πείρα του μακεδονομάχου
Μια μόνιμη απορία πολλών από τους αφηγητές των εξελίξεων της δεκαετίας του ’40 στην Κρήτη αφορά την υποτιθέμενη «μεταστροφή» του Γύπαρη: πώς είναι δυνατόν ένας παλιός μακεδονομάχος αγωνιστής να μετατραπεί σε ανενδοίαστο σφαγέα του λαϊκού κινήματος;
Πρόκειται για τερατώδη παρεξήγηση, κατάλοιπο του τρόπου με τον οποίο γράφτηκε στη χώρα μας η ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα. Ο τελευταίος εξακολουθεί να θεωρείται σαν ένας απελευθερωτικός πόλεμος των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, κάτι σαν δεύτερο μικρό «’21».
Στην πραγματικότητα, το 1905-09 ο Γύπαρης δεν έκανε και πολύ διαφορετικά πράγματα απ’ όσα έκανε το 1945-49. Δουλειά των μακεδονομάχων ήταν όχι να απελευθερώσουν τους Ελληνες της Μακεδονίας από τον οθωμανικό (ή όποιον άλλο) ζυγό, αλλά να καταστείλουν την καθοδηγούμενη από τους κομιτατζήδες αγροτική επανάσταση που διατάρασσε το εθνικό και κοινωνικό status quo στην περιοχή. Αυτή η κοινότητα στόχων είχε ως αποτέλεσμα την άτυπη συνεργασία τους με τις οθωμανικές αρχές.
Το ξεκαθαρίζει ο ίδιος ο Γύπαρης, σε αδημοσίευτο κείμενό του που εντοπίσαμε στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, στα Χανιά (Αρχείο Π. Γύπαρη, φ.1/β/3, εγγρ.21).
«Ο Μακεδονικός Αγών του 1904-1908», γράφει, «δεν ήτο αγών κατά των Τούρκων. Τα ελληνομακεδονικά σώματα μίαν και μόνην είχον αποστολήν: να απαλλάξωσι τους Ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας από τας φρικτάς πιέσεις των αγρίων βουλγάρων κομιτατζήδων […] και να επαναφέρωσι εις τους κόλπους του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας τους πληθυσμούς οίτινες είχον εξαναγκασθεί να αποσχισθώσι του Ελληνισμού και του Πατριαρχείου και να προσχωρήσωσι εις την Βουλγαρικήν Εξαρχίαν.
Ευτυχώς εις το έργον ημών εύρομεν σύμμαχον υπό της βίας της πραγματικότητος δημιουργηθέντα. Και οι τουρκικοί της Μακεδονίας πληθυσμοί επιέζοντο παντοιοτρόπως υπό των βουλγάρων κομιτατζήδων. Το Βουλγαρικόν Κομιτάτον επέβαλεν εις τους πλουσίους Τούρκους σημαντικάς εισφοράς χρηματικάς, εν περιπτώσει δε απειθείας αυτών κατέστρεφε τα εν υπαίθρω κτήματα αυτών ή και τους ηχμαλώτιζεν ίνα τους απελευθερώση αντί αδρών λύτρων.
Ενεκα των λόγων τούτων οι Τούρκοι της Μακεδονίας, ιδιώται και αρχαί, είδον μετ’ ανεκφράστου ανακουφίσεως την είσοδον των ελληνικών ενόπλων σωμάτων εις την Μακεδονίαν.
Συν τω χρόνω η εμπιστοσύνη των τουρκικών πληθυσμών επί των ελληνικών ενόπλων σωμάτων κατέστη πληρεστάτη, λόγω της αψόγου διαγωγής των ελλήνων ανταρτών. Ούτε αρπαγαί, ούτε βιαιότητες ή άλλαι αταξίαι εις βάρος των τουρκικών πληθυσμών εσημειώθησαν ποτέ.
Οι τουρκικοί πληθυσμοί της υπαίθρου ανεκουφίσθησαν, εύρον προστασίαν, απέκτησαν ασφάλειαν της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των.
Ταύτα πάντα επηρέασαν σημαντικώτατα την στάσιν και των επισήμων Αρχών, αίτινες επείσθησαν ότι τα ελληνικά σώματα ήσαν στηρίγματα της τάξεως και αναγκαίοι αυτών συνεργάται».
Ο Γύπαρης δεν περιορίζεται στις γενικές αυτές διαπιστώσεις, αλλά παραθέτει 18 συγκεκριμένα παραδείγματα αυτής της ιδιότυπης συνεργασίας, που θυμίζει μάλλον παρακράτος παρά απελευθερωτικό κίνημα. Το πρώτο παράδειγμα είναι η στρατιωτική συνεργασία των μακεδονομάχων με τον τουρκικό στρατό κατά την αντιοθωμανική εξέγερση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού, το καλοκαίρι του 1903. Τα υπόλοιπα αφορούν περιστατικά κάλυψης των μακεδονομάχων από τις αρχές ή ήπιας διευθέτησης των (αναπόφευκτων) μεταξύ τους συγκρούσεων.
Το βασικό, συνοψίζει, ήταν ότι «άι τουρκικαί Αρχαί δεν κατεδίωξαν τα ελληνικά σώματα κατά την πρώτην περίοδον της δράσεώς των, ότε ταύτα είχον ανάγκην της ανοχής των τουρκικών Αρχών και της υποστηρίξεως των τουρκικών πληθυσμών της Μακεδονίας».
Εμπειρία πολύτιμη, όσον αφορά την καταστολή του «συμμοριτισμού» από ένοπλα σώματα που απολαμβάνουν την «ανοχή» και την «υποστήριξη» των αρχών, η οποία έμελλε να αξιοποιηθεί ποικιλότροπα για την αντιμετώπιση των «αναρχικών» και των «εαμοβουλγάρων» της Δυτικής Κρήτης, μισόν αιώνα αργότερα…
Ελευθεροτυπία, 30/10/2005
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...