Πίσω από τη διαπάλη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών

Ο τελευταίος γύρος ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών μετατρέπεται σε μοχλό εξελίξεων, που αφορούν την αναπαλαίωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Από τη μία ο κυβερνητικός πόλος εμφανίζει την ανακεφαλαιοποίηση ως σημαντικό κυβερνητικό επίτευγμα. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται την ανάγκη ενός «ισχυρού κρατικού τραπεζικού τομέα» που θα δράσει τάχα «φιλολαϊκά». Κυρίως, όμως, η αντιπαράθεση αυτή συμπυκνώνει τόσο τη διαπάλη διαφορετικών ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος όσο και την αντιπαράθεση για το μείγμα διαχείρισης.

Η κρατική στήριξη των τραπεζών στη φάση της κρίσης
bankΗ ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών εντάσσεται στη γενικότερη κρατική στήριξη του τραπεζικού κεφαλαίου. Εξετάζοντας την ανακεφαλαιοποίηση και την άμεση στήριξη των τραπεζών την περίοδο της κρίσης, το ελληνικό κράτος έχει διαθέσει, είτε με τη μορφή άμεσων εγγυήσεων είτε με τη μορφή άμεσης χρηματοδότησης, πάνω από 200 δισ. ευρώ στον τραπεζικό τομέα. Ο πρώτος μόνο γύρος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, το 2013, περιλάμβανε άμεση κρατική στήριξη ύψους 50 δισ. ευρώ προς τους τραπεζικούς ομίλους. Οι κρατικές αυτές δαπάνες προς όφελος των τραπεζών βαραίνουν τελικά τα λαϊκά στρώματα. Η οικονομική ουσία αυτής της διαδικασίας είναι ότι η αναπόφευκτη απαξίωση κεφαλαίου στον τραπεζικό τομέα λόγω της καπιταλιστικής κρίσης μεταφέρθηκε στις πλάτες του ελληνικού λαού.
Την τελευταία περίοδο, μετά την πρώτη φάση ανακεφαλαιοποίησης, το ελληνικό κράτος, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), έγινε ο βασικός μέτοχος όλων των μεγάλων τραπεζών, με ποσοστά που κυμαίνονται από περίπου 85% (ETE, ALPHA, Πειραιώς) έως και 98,5% για την Eurobank (το ποσοστό αυτό μειώθηκε στη συνέχεια λόγω της Αύξησης Μετοχικού Κεφαλαίου – ΑΜΚ – που πραγματοποίησαν οι τράπεζες).
Ωστόσο, ο ελληνικός λαός, παρά το γεγονός ότι βασικός μέτοχος όλων των τραπεζών είναι το ελληνικό κράτος, δεν έχει κερδίσει απολύτως τίποτα. Οι όροι δανεισμού μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων και οι όροι καταθέσεων για τις αποταμιεύσεις τους δεν έχουν μεταβληθεί προς το ευνοϊκότερο όσον αφορά και τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες. Η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων από πλευράς των εργαζομένων οδηγεί σε κατασχέσεις των όποιων περιουσιακών στοιχείων τους.
Τα παραπάνω αποτελούν κοινή κατεύθυνση για το σύνολο των τραπεζών, μεγάλων και μικρών, υπό κρατικό ή ιδιωτικό έλεγχο. Ειδικότερα η συμπεριφορά των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι, στην ουσία της, απολύτως ίδια είτε μιλάμε για τις τρεις τράπεζες (ΕΤΕ, ALPHA, Πειραιώς) όπου το ΤΧΣ δεν ασκεί άμεσα έλεγχο γιατί συμμετείχαν και οι προηγούμενοι βασικοί τους μέτοχοι στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, είτε μιλάμε για τη Eurobank, όπου οι ιδιώτες μέτοχοι δεν συμμετείχαν και το σύνολο των μετοχών μαζί με τον έλεγχό της έχει περάσει στο ΤΧΣ.
Το γεγονός αυτό υπενθυμίζει ότι η κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν είναι «δημόσια περιουσία», που τάχα ανήκει στο λαό. Αποδεικνύει εκ των πραγμάτων πόσο απατηλός είναι ο ισχυρισμός του ΣΥΡΙΖΑ πως ο κρατικός έλεγχος των τραπεζών μπορεί τάχα να οδηγήσει σε φιλολαϊκή λειτουργία, στον αντίποδα της διασφάλισης του μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους.

Ο νέος γύρος ανακεφαλαιοποίησης
Samaras--StournarasΤο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε την προηγούμενη Κυριακή, περιλαμβάνει, μεταξύ πολλών άλλων, και τις ρυθμίσεις που αφορούν το δεύτερο γύρο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Η νέα ανακεφαλαιοποίηση καθίσταται απαραίτητη καθώς το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης και το «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων που επέφερε έχει ως αποτέλεσμα την απαραίτητη νέα απαξίωση κεφαλαίου στον τραπεζικό τομέα.
Ο δεύτερος γύρος ανακεφαλαιοποίησης, που θα πραγματοποιηθεί μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ) των τραπεζών, περιλαμβάνει νέα προκλητικά προνόμια για τους μεγαλομετόχους των τραπεζών. Βασικό στοιχείο της διαδικασίας είναι το γεγονός ότι η τιμή των νέων μετοχών μπορεί να είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα χρηματιστηριακή τους τιμή, ενώ μπορεί να είναι μικρότερη και από την τιμή των προηγούμενων ΑΜΚ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα εκδοθούν σε τιμή μικρότερη από την τιμή των μετοχών που έχει στα χέρια του σήμερα το ΤΧΣ. Πρόκειται για κίνηση – δώρο στους μεγαλοτραπεζίτες, αφού θα πραγματοποιήσουν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με μικρότερη δαπάνη.
Συγχρόνως, το πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνει διάταξη που επιτρέπει στο ΤΧΣ να ελαττώσει το ποσοστό συμμετοχής του στις τράπεζες. Η έκδοση νέων μετοχών σε χαμηλότερη τιμή από τις προηγούμενες, δηλαδή σε τιμή μικρότερη της τιμής του ΤΧΣ και το γεγονός ότι επιτρέπεται στη διοίκηση του ΤΧΣ να μειώνει τη συμμετοχή του ταμείου στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας, σημαίνει τελικά ότι έχουμε σημαντικές απώλειες για το ΤΧΣ και επομένως νέα έμμεση χρηματοδότηση των τραπεζών.
Το παράδειγμα της Eurobank είναι αποκαλυπτικό για το πώς λειτουργεί αυτή η διαδικασία. Το ελληνικό κράτος, με διάφορους τρόπους, διέθεσε συνολικά πάνω από 13 δισ. ευρώ στην τράπεζα και κατέχει σήμερα το 95% περίπου των μετοχών της, με το μεγαλύτερο κομμάτι να ανήκει στο ΤΧΣ. Με τους όρους της νέας ΑΜΚ, ο επενδυτής θα καταβάλει γύρω στα 2 δισ. ευρώ, για να αποκτήσει το 60-65% των μετοχών της Eurobank και την ίδια στιγμή το ελληνικό κράτος θα δει το ποσοστό του να μειώνεται στο 35-40% και να χάνει τον έλεγχο της τράπεζας. Οι όροι αυτής της διαδικασίας είναι τόσο προκλητικά αρνητικοί για το ελληνικό Δημόσιο, που στο πολυνομοσχέδιο παρέχεται ειδική νομική κάλυψη στα μέλη του ΤΧΣ για όλες τις πράξεις τους.
Τέλος, με το πολυνομοσχέδιο ανοίγει ο δρόμος για έκδοση κυβερνητικών αποφάσεων με τις οποίες το ΤΧΣ θα κάνει πρόταση εξαγοράς των warrants (δηλαδή των τίτλων που δόθηκαν δωρεάν στους ιδιώτες μετόχους στην πρώτη ΑΜΚ και με τους οποίους θα αποκτούσαν τη δυνατότητα να ξαναγοράσουν τις μετοχές του ΤΧΣ ώστε να αποπληρωθούν τα κεφάλαιά του) σε είδος, με μετοχές των τραπεζών. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι warrants θα μπορέσουν να αποκτήσουν τις μετοχές των τραπεζικών ιδρυμάτων χωρίς να αποπληρώσουν στο ΤΧΣ τα κεφάλαια (50 δισ.) που αυτό κατέβαλε στην πρώτη φάση της ανακεφαλαιοποίησης. Η εξέλιξη αυτή ισοδυναμεί επίσης με σημαντικές απώλειες κεφαλαίων για το ΤΧΣ, επομένως άμεση χρηματοδότηση των μεγαλομετόχων σε βάρος του ελληνικού λαού, καθώς αυτόν βαραίνει το κρατικό χρέος.

Η νέα «διπολική» αντιπαράθεση
Στο έδαφος αυτών των αλλαγών εμφανίζεται μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πόλων του αστικού πολιτικού συστήματος, που αντανακλά τη διαπάλη ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων για το ποιος θα ελέγξει το τραπεζικό σύστημα και κυρίως τη γενικότερη αντιπαράθεση για το δημοσιονομικό μείγμα διαχείρισης.
Αξιοσημείωτο στοιχείο αυτής της εξέλιξης είναι η σύμπλευση ΣΥΡΙΖΑ και τμήματος της σοσιαλδημοκρατίας υπό τον Γ. Α. Παπανδρέου με όχημα την αντίθεση στις νέες ρυθμίσεις ανακεφαλαιοποίησης. Εμφανίζουν τις τελευταίες ρυθμίσεις για τις τράπεζες ως παράδοσή τους σε κερδοσκοπικούς ομίλους και στα «golden boys του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για την ανάγκη ενός κρατικού τραπεζικού πυλώνα που τάχα θα δρα σε φιλολαϊκή κατεύθυνση.
Η «Αυγή» επισημαίνει ότι το νομοσχέδιο «επιχειρεί να φέρει την επόμενη κυβέρνηση προ τετελεσμένων γεγονότων» με την προκαταβολική αμνηστία των μελών του ΤΧΣ από αστικές και ποινικές ευθύνες, προετοιμάζοντας το έδαφος ώστε μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να είναι σε θέση να επιρρίψει τις ευθύνες στην προηγούμενη. Παράλληλα, ο Γ. Σταθάκης, για λογαριασμό του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνει ως καλύτερη λύση το «αμερικανικό μοντέλο» ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, όπου το κράτος «κράτησε τις μετοχές που έδωσε στις τράπεζες έως τη στιγμή που είχαν τουλάχιστον 30% απόδοση». Η θέση αυτή πρακτικά δεν αποκλείει την πώληση των τραπεζών σε ιδιώτες αλλά διαφοροποιείται στο τίμημα και στους αγοραστές, ενώ παραλείπει φυσικά να αναφέρει ότι οι κρατικές αμερικανικές τράπεζες συμμετείχαν στο κύμα των σχεδόν 10 εκατομμυρίων κατασχέσεων κατοικιών στην περίοδο της οικονομικής κρίσης…
Απ’ την άλλη, ο κυβερνητικός πόλος της ΝΔ με το τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας υπό τον Ε. Βενιζέλο προωθεί τη συγκεκριμένη νομική ρύθμιση, κάνοντας λόγο για ανάγκη άμεσης ιδιωτικοποίησης του τραπεζικού τομέα, προκειμένου να συμβάλει στην επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Όσον αφορά το περιεχόμενο της ρύθμισης και την κατηγορία ότι ευνοούνται οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών, η κυβερνητική πλευρά αντιπαραθέτει δύο βασικά επιχειρήματα. «Η κρίση των τραπεζών προήλθε, κυρίως, από το «κούρεμα» στα ελληνικά ομόλογα και αυτό είχε ένα μεγάλο όφελος σε όρους δημοσίου χρέους», δήλωσε ο Γ. Στουρνάρας στη Βουλή, ενώ το δεύτερο κυβερνητικό επιχείρημα στοιχίζεται πίσω απ’ την τοποθέτηση της Κομισιόν, όπως αυτή κωδικοποιείται στην επιστολή Αλμούνια, η οποία προτρέπει σε ανταγωνιστικές τιμές έκδοσης των νέων μετοχών για την προσέλκυση ιδιωτών.

Η διέξοδος απ’ τη σκοπιά των λαϊκών αναγκών
leftΟι συνολικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, μαζί με τη δεύτερη φάση της ανακεφαλαιοποίησης αναδεικνύουν τον κεντρικό ρόλο του αστικού κράτους στη στήριξη των τραπεζικών ομίλων, στη θωράκιση της κερδοφορίας τους σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.
Οι εξελίξεις αποδεικνύουν πως οι κρατικές τράπεζες δεν μπορούν να διαφέρουν από τις ιδιωτικές στη λειτουργία τους με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος. Πριν από την κρίση η κρατική ΑΤΕ ξεζούμισε τους αγρότες και υποθήκευσε μεγάλο κομμάτι της αγροτικής γης, ενώ η κρατικά ελεγχόμενη Εθνική δεν είχε φιλολαϊκότερη πολιτική δανείων και καταθέσεων για τα λαϊκά στρώματα από τις άλλες τράπεζες. Σήμερα, οι τράπεζες των οποίων το κράτος είναι μεγαλομέτοχος ή και μοναδικός πρακτικά μέτοχος ασκώντας τον πλήρη έλεγχο ακολουθούν την ίδια αντιλαϊκή πολιτική.
Με τις νέες ρυθμίσεις θα υπάρξουν νέες «απώλειες» του κράτους προς όφελος των ιδιωτών μεγαλομετόχων. Όμως, έτσι και αλλιώς η αύξηση των δυνατοτήτων κρατικής χρηματοδότησης αφορά αποκλειστικά τους μονοπωλιακούς ομίλους, τους οποίους χρηματοδοτεί το κράτος και όχι τα λαϊκά στρώματα. Αποδεικνύεται ότι στον καπιταλισμό οι τράπεζες, κρατικές και ιδιωτικές, δανείζουν και δανείζονται με γνώμονα το ποσοστό κέρδους, δεν έχουν και δεν μπορούν να υιοθετήσουν φιλολαϊκή λειτουργία.
Το δίλημμα εάν οι τράπεζες πρέπει να ανήκουν στα μονοπώλια ή στο κράτος των μονοπωλίων είναι ψευτοδίλημμα από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων.
Αποπροσανατολίζει από την ανάγκη η πάλη του λαϊκού παράγοντα να κατευθύνεται προς την πραγματική διέξοδο, την αλλαγή τάξης στην εξουσία και το ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, που προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση όλων των μονοπωλίων και την οργάνωση της παραγωγής με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, με γνώμονα την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Οι τραπεζοϋπάλληλοι μαζί με τους υπόλοιπους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους έχουν συμφέρον να παλέψουν γι’ αυτήν την προοπτική. Να συνδέσουν τον καθημερινό αγώνα για 7ωρο – 5ήμερο – 35ωρο, κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις που να καλύπτουν τις ανάγκες, καμιά συμμετοχή των λαϊκών αποταμιευτών στις μελλοντικές αναδιαρθρώσεις των τραπεζών, μέτρα προστασίας των δανειοληπτών, φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, με τον αγώνα για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης. Οι εργαζόμενοι στις τράπεζες και σε όλους τους κλάδους έχουν καθήκον να οργανώσουν μια λαϊκή συμμαχία με αντικαπιταλιστικό – αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, στο δρόμο της ρήξης με τα μονοπώλια και την εξουσία τους, στο δρόμο της αποδέσμευσης από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία.

Του Ηλία ΤΣΙΜΠΟΥΚΑΚΗ* | Ριζοσπάστης 6-Απρ-2014
*Ο Ηλίας Τσιμπουκάκης είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ

.

Όταν στις πλατείες ζεσταινόταν το «αυγό του φιδιού»

egg

Πάνε δύο περίπου χρόνια απ’ το ξέσπασμα των «αγανακτισμένων» και τις καθημερινές απογευματινές τους συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγματος, που άρχισαν να ξεθωριάζουν στις αρχές του καλοκαιριού του 2011, αφού αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν «φτάνει να γεμίσουμε τις πλατείες» για να ανατραπεί η αντιλαϊκή επίθεση.

Επρόκειτο για μαζικά συλλαλητήρια που τα συγκροτούσαν ετερόκλητες πολιτικά και κοινωνικά δυνάμεις με σήμα κατατεθέν τους τον «αυθόρμητο» και «απολίτικο» χαρακτήρα τους. Κινητοποιήσεις που σύσσωμες αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις περιέβαλαν με στοργή, ευθέως ανάλογη του ταξικού τους μίσους για το εργατικό λαϊκό κίνημα. Η προβολή που επεφύλαξαν στους «αγανακτισμένους» τα αστικά ΜΜΕ υπήρξε κραυγαλέα, σε σχέση με την αποσιώπηση ή τη συκοφάντηση των κινητοποιήσεων του ταξικού εργατικού λαϊκού κινήματος.

Στην πλατεία Συντάγματος στήθηκε ένα γερό παιχνίδι με έπαθλο συνειδήσεις που αναζητούσαν στα τυφλά διέξοδο, που άγονταν από μικροαστική ανυπομονησία, ανθρώπων πραγματικά οργισμένων όχι όμως αποφασισμένων για την ανάγκη να μετουσιώσουν την οργή τους σε ταξική πάλη.

Οι συνειδήσεις αυτές χειραγωγήθηκαν και τελικά ενσωματώθηκαν από δυνάμεις που παρενέβαιναν σχεδιασμένα για να καναλιζάρουν την αγανάκτηση και να εκτονωθεί ανώδυνα για το σύστημα. Κερδισμένη μεταξύ άλλων βγήκε η Χρυσή Αυγή.

Μέρος της πλατείας αποτέλεσε σωστό εκκολαπτήριο των φασιστικών της απόψεων με αλαλαγμούς όπως «να καεί, να καεί το μπ… η Βουλή», οι «300 στο Γουδί», «κλέφτες, κλέφτες» κ.λπ., που αναπαράγονταν στο πανελλήνιο απ’ τα ΜΜΕ. Εκεί συναντούσε κανείς, να ξεσηκώνουν με τέτοια συνθήματα το πλήθος, ανθρώπους σκοτεινών μηχανισμών και θυλάκων, γνωστούς εθνικιστές, μέλη ειδικών ομάδων φιλάθλων που τα Σαββατοκύριακα απαντώνται στα γήπεδα και τις άλλες μέρες μπράβοι σε νυκτερινά κέντρα.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί. Έλεγε τότε ο Δ. Παπαδημούλης (ρ/σ ΑΝΤ1): «Τα μεγάλα προβλήματα των πολιτών είναι: Γιατί δεν πληρώνουν οι πλούσιοι; Γιατί δεν πιάνεται η φοροδιαφυγή; Γιατί δεν πάει κανένας φυλακή; (…) Ολα αυτά που θέτουν επί τάπητος οι αγανακτισμένοι πολίτες».

Το «πάνω μέρος» της πλατείας που τσουβάλιαζε αυθαίρετα, οξύνοντας τα πιο αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά ανώριμων πολιτικά συνειδήσεων, δε θα υπήρχε χωρίς το «κάτω μέρος» της πλατείας στο οποίο κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του οπορτουνισμού. Κάτω από ένα «αντιμνημονιακό περίβλημα» χωρούσε κάθε καρυδιάς καρύδι.

Οχι μόνο συσκότιζαν τα ταξικά χαρακτηριστικά της επίθεσης αλλά καλλιεργούσαν τη λογική ότι ο εργάτης μπορεί να βρεθεί δίπλα δίπλα με τον εργοδότη του ενάντια στην «κλεπτοκρατία», την Μέρκελ, και τους «300 της Βουλής».

Αυτή η «αντιμνημονιακή ρητορική» συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός αντιδραστικού ρεύματος. Λειτούργησε σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου ξεπλύθηκαν αντιδραστικές δυνάμεις για να πλασαριστούν σαν αντισυστημική δύναμη. Το «όλοι μαζί» ενάντια στα μνημόνια, έγινε παραπέτασμα πίσω απ’ το οποίο κρύφτηκαν δυνάμεις που ψάρευαν σε θολά νερά, υπηρετώντας σκοπιμότητες εχθρικές προς τα συμφέροντα του λαού, όπως η Χρυσή Αυγή.

Ήταν πολλά τα κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των δυνάμεων: Η έχθρα προς το οργανωμένο, ταξικό εργατικό λαϊκό κίνημα που το έφερναν σε αντιπαράθεση με το «αυθόρμητο», που όμως καθοδηγούνταν από «ανώνυμα» μεν, καλά οργανωμένα δε, καλέσματα στα οποία πρωταγωνιστούσαν και τα αστικά ΜΜΕ. Περιώνυμη γραφίδα του αστικού Τύπου έγραφε ότι η αξία των «αγανακτισμένων» είναι «κυρίως ότι απέδειξαν ότι η κοινωνική δράση στην Ελλάδα, ακόμη και η διαμαρτυρία ή η αμφισβήτηση, μπορεί να εκδηλωθεί χωρίς τους λόχους του ΠΑΜΕ…».

Το «έξω τα συνδικάτα» πακέτο με το «έξω τα κόμματα», δεν ήταν άσχετα συνθήματα με την εκκωφαντική σιωπή όλων ως προς το «μετά», στο πού βρίσκεται η διέξοδος. Άλλωστε, δεν ήθελαν να υποδείξουν διέξοδο στο λαό, αλλά να συσκοτίσουν την ύπαρξη αυτής που υπηρετεί τα συμφέροντά του και που πρεσβεύει η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.

Το κίνημα των αγανακτισμένων δεν είχε και δεν απέκτησε προσανατολισμό, άλλον απ’ τον «ακομμάτιστο». Ποιος όμως είχε συμφέρον από ένα έτσι προσανατολισμένο κίνημα; Ποιος εκτός απ’ τον αντίπαλο που απέναντι στο λαό, διέτασσε ήδη όλες του τις δυνάμεις, εννοείται και τα κόμματά του με συγκεκριμένη πολιτική και στρατηγική.

Αυτό επιβεβαίωναν τα πανομοιότυπα σχόλια στελεχών των πολιτικών κομμάτων: «Σαφώς και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε από αυτά τα κινήματα, στο βαθμό που είναι αυθόρμητα, αυθεντικά και δεν καπελώνονται από κομματικές ταμπέλες και κομματικές ή άλλου είδους ιδεολογίες, παρατάξεις ή συμφέροντα (…) ο κόσμος έχει δικαίωμα να εκφράζει τη βούλησή του και μάλιστα μέσα από τέτοιες κινήσεις που είναι ειρηνικές και αμφισβητούν συλλήβδην το πολιτικό σύστημα»! Γ. Πεταλωτής, τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Ο αρχηγός της ΝΔ Αντ. Σαμαράς: «Το κίνημά τους είναι ειρηνικό, ακομμάτιστο, ενωτικό και πανεθνικό. Κρατάνε ελληνικές σημαίες. Όπως πάντα ο λαός στις δύσκολες στιγμές του, πυκνώνει τις τάξεις του γύρω από τη σημαία του που εκφράζει ενότητα και αγώνα».

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας: «Δεν εντάσσεται σε πανό κομμάτων, οργανώσεων ή συνδικάτων και επίσης έχει παλλαϊκά χαρακτηριστικά (…) Είναι ένα κίνημα ελπιδοφόρο, μια εκδήλωση της λαϊκής αγανάκτησης», «τομή στα μεταπολιτευτικά χρονικά». Πάλι καλά, γιατί το 2008 χαρακτήριζαν το σπάσιμο της βιτρίνας «επανάσταση». Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πάντως κρύψει τον ευσεβή του πόθο το κίνημα αυτό να «μπορέσει να καταλήξει κάπου και από εκεί ενδεχομένως να προκύψει ένας νέος συνασπισμός εξουσίας»! Να λειτουργήσει δηλαδή σαν καταλύτης στα σενάρια αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού και σαν μοχλός που θα σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε αναβαθμισμένη θέση.

Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φ. Κουβέλης: «Οι πολίτες διεκδικούν την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος και όχι του κομματικού».

Είναι φανερό ότι αποθέωναν το δήθεν αυθόρμητο και ακομμάτιστο γιατί ήταν ένα κίνημα που υπηρετούσε το «ενιαίο κόμμα» της αστικής τάξης, διαμορφώνοντας παράλληλα εχθρική στάση απέναντι στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό.

Εκθείαζαν τους αγανακτισμένους αυτοί που με την πολιτική τους πυροδοτούσαν τη λαϊκή οργή, οι ίδιοι που έστελναν τα ΜΑΤ απέναντι σε απεργούς εργάτες ακόμα και σε συνταξιούχους. Ανάμεσά τους ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ μόνο καλά λόγια είχε για την πλατεία Συντάγματος, χαρακτήριζε «εξαλλοσύνες» τις απεργιακές κινητοποιήσεις των ναυτεργατών και δήλωνε ότι «η ανάπτυξη γίνεται με όρους κοινωνικής ειρήνης», διά στόματος Αλ. Τσίπρα. Ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που άδραξε την ευκαιρία να σερβίρει την άποψη ότι οι απεργίες δεν «τραβάνε» και ότι είναι κρίμα να χάνουν οι εργαζόμενοι μεροκάματο, άρα θα πρέπει το εργατικό κίνημα να σκεφτεί νέες μορφές πάλης τύπου απογευματινών συγκεντρώσεων. Μορφές που ευχαρίστως θα σπονσοράρουν οι ίδιοι οι εργοδότες αν πρόκειται να γλιτώσουν έστω μιας ημέρας κέρδη.

Όλοι αυτοί υπονόμευαν, υπέσκαπταν τη μόνη δύναμη που αποτελεί αντίπαλο δέος και ως τέτοιο μπορεί να αντιμετωπίσει και να συντρίψει φασιστικά εγκληματικά μορφώματα τύπου «Χρυσής Αυγής»: Το εργατικό λαϊκό κίνημα με ταξικό προσανατολισμό. Πρόσφεραν κι απ’ αυτή την άποψη καλές υπηρεσίες στο μόρφωμα για το οποίο σήμερα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και πάνω απ’ όλα φυσικά υπηρεσίες στο γεννήτορά του, την αστική εξουσία, στους καπιταλιστές.

Το ΚΚΕ δεν χάιδεψε αυτιά, με αίσθημα ευθύνης και εμπιστοσύνης απευθύνθηκε στα λαϊκά στρώματα που κινητοποιούνταν επισημαίνοντάς τους ότι οι αγώνες που δε στοχεύουν στους υπεύθυνους και τις αιτίες δεν μπορούν να φέρουν ουσιαστικά αποτελέσματα. «Είναι ενθαρρυντικό στοιχείο να βρίσκεται λαός και νεολαία στο δρόμο διαδηλώνοντας τη συσσωρευμένη οργή του. Μπορεί να διαμορφώσει ένα κλίμα πιο ουσιαστικής αγωνιστικής ανάτασης, αν μετεξελιχθεί σε πιο αποφασιστική συμμετοχή στο οργανωμένο ταξικό λαϊκό κίνημα που παλεύει για να αποκρούσει και να ανατρέψει τη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική και όχι να αλλάξουν τα πρόσωπα στην κυβέρνηση, ή να γίνουν μικροδιορθώσεις στα μνημόνια των μονοπωλίων» σημειώνονταν σε ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 7 Ιούνη 2011.

Το ΚΚΕ εφιστούσε στο λαό την προσοχή ως προς τις κολακείες και τα «αγκαλιάσματα» των αστικών κομμάτων, των ΜΜΕ των μεγαλοεπιχειρηματιών, διάφορων μηχανισμών και ομάδων που παριστάνουν τους ανεξάρτητους και ακομμάτιστους. Τον προειδοποιούσε πως η κυβέρνηση, τα κόμματα και οι μηχανισμοί του συστήματος έχουν κάθε λόγο να μείνει θολή η αυθόρμητη μαζική αγανάκτηση κι από ένα σημείο και μετά να μετατραπεί σε μοιρολατρία και υποταγή. Υπογράμμιζε πως η αγανάκτηση από μόνη της δε φοβίζει την πλουτοκρατία γιατί γνωρίζει ότι χωρίς οργάνωση και ταξική συνειδητοποίηση δεν μπορεί να γίνει επικίνδυνη γι’ αυτούς η λαϊκή αγωνιστική δράση.

Αντίθετα, σημειώνονταν, «επιδιώκουν να την αξιοποιήσουν προκειμένου να σπρώξουν τα κόμματα εξουσίας σε πιο αντιδραστικές και επιθετικές θέσεις. Στο όνομα των «ικανών, άξιων και τίμιων πολιτικών» και με αφορμή τις λαϊκές αντιδράσεις, προετοιμάζουν το έδαφος, ώστε αν το σημερινό κυρίαρχο πολιτικό σύστημα αποδειχτεί ανίκανο να διαχειριστεί το λαϊκό παράγοντα, να προχωρήσουν σε μεταμφίεσή του, στη δημιουργία νέων αστικών κομμάτων, ώστε να κερδίσουν χρόνο».

Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ απαντούσε και στα συνθήματα που αντηχούσαν στην πλατεία Συντάγματος, σημειώνοντας: «Τα γνωστά καλλιεργούμενα επιφανειακά και λαϊκίστικα συνθήματα «κλέφτες», «ψεύτες», απαλλάσσουν τον πραγματικό ένοχο, την πλουτοκρατία που ληστεύει νόμιμα το λαό και το φυσικό και ορυκτό πλούτο της χώρας. Τα σκάνδαλα, ο χρηματισμός πολιτικών των κομμάτων του συστήματος, είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που φέρνει δεινά στο λαό και όχι αιτία. Δίνουν συγχωροχάρτι στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και άλλων κομμάτων που στηρίζουν τα βάρβαρα μέτρα για ιδεολογικούς λόγους κι ας μην έχουν κλέψει.

Τα αντιδραστικά συνθήματα «έξω τα κόμματα, τα συνδικάτα», που προβάλλουν ορισμένα κέντρα και θέλουν να αποκτήσουν απήχηση στο λαό, έχουν ως κύριο στόχο να μπερδέψουν τις λαϊκές συνειδήσεις. Έτσι έχουν τη δυνατότητα η κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα να ερμηνεύουν το μήνυμα της διαμαρτυρίας με διαφορετικό τρόπο και όπως τους συμφέρει. Να βάλουν στο ίδιο τσουβάλι με τους υπεύθυνους το ΚΚΕ, που αποκάλυψε και αντιπάλεψε με συνέπεια την πολιτική ΠΑΣΟΚ – ΝΔ (…) Να κρύψουν ότι οι ταξικές δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ παλεύουν σταθερά και πρωτοπόρα για το δίκιο των εργαζομένων, σε αντιπαράθεση με τον εργοδοτικό – κυβερνητικό συνδικαλισμό της πλειοψηφίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ».

Καλούσε δε το λαό για να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική βαρβαρότητα, «να βγάλει σωστά συμπεράσματα, να κατανοήσει τις αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης, του χρέους, των κλιμακούμενων μνημονίων, να δει καθαρά ότι οι υπεύθυνοι είναι η πολιτική, τα κόμματα και η ΕΕ που υπηρετούν την κερδοφορία και τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων (…) Η γενική απαίτηση «κάτω το μνημόνιο» επί της ουσίας δε λέει τίποτα, αν δε γίνει αφετηρία για την παρεμπόδιση κάθε αντιλαϊκής πολιτικής, αν δε συνοδεύεται με «κάτω τα μονοπώλια, η ΕΕ και τα κόμματα που τα υπηρετούν»».

Και με έμφαση επεσήμανε πως «οι εργατικοί λαϊκοί και νεανικοί αγώνες σήμερα, για να έχουν αποτέλεσμα και τη δύναμη να ορθώσουν εμπόδια στα κλιμακούμενα βάρβαρα μέτρα, πρέπει να στοχεύουν τους υπεύθυνους για τα λαϊκά δεινά, που είναι οι επιχειρηματικοί όμιλοι, η ΕΕ και τα κόμματα που τους υπηρετούν. Να διεκδικούν τα σύγχρονα δικαιώματα, να στοχεύουν σε αναγκαίες ριζικές αλλαγές που χρειάζονται στην οικονομία και στην εξουσία, ώστε η ανάπτυξη να υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου».

Ριζοσπάστης | 29-09-2013

.