Ν.Μπογιόπουλος: Η Σούδα και τα «Παράσημα»

n-mpogiopoulos«Από τις 2 Αυγούστου του 1990 η Σούδα συντήρησε 97 πλοία, φόρτωσε και ξεφόρτωσε 13.000 τόνους (πολεμικού υλικού), εξυπηρέτησε 31.000 πτήσεις και τροφοδότησε αεροσκάφη με 4.500 λίβρες υγρών καυσίμων, λειτούργησε 24 ώρες το 24ωρο με εξουθενωτικούς ρυθμούς, 300%-400% πιο γρήγορα από τους κανονικούς. Κάθε μέρα η βάση καλούνταν να διατηρεί τον ανεφοδιασμό των γραμμών μας και κάθε μέρα έπραττε το καθήκον της κατά τρόπον άψογο».

Είναι μια δήλωση που έγινε στις 19 του Ιούλη 1991. Η δήλωση ανήκει στον πρώτο κατά σειρά δολοφόνο του Κόλπου, τον πατέρα Μπους. Αμέσως μετά από αυτήν τη δήλωση, ο Μπους απένειμε «φόρο τιμής» και παρασημοφόρησε το προσωπικό των Αμερικανών στη βάση της Σούδας. Γι’ αυτό είχε έρθει, άλλωστε, στην Ελλάδα τότε. Για να «τιμήσει» την «προσφορά» και τη «συμβολή» της Σούδας στον πόλεμο του Κόλπου.

Εκείνο το «παράσημο», που καρφιτσώθηκε στο πέτο της ελληνικής άρχουσας τάξης, το παρέλαβε για λογαριασμό της ντόπιας ολιγαρχίας η κυβέρνηση της ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη.

«Η αεροναυτική βάση της Σούδας ήταν το Νο 2 στήριγμά μας στις επιχειρήσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν μετά το 2001».

Τα παραπάνω εκστομίστηκαν από Αμερικανούς παράγοντες σε άκρως απόρρητη ενημέρωση προς τους συμμάχους τους, που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον, όπως είχε αποκαλύψει η εφημερίδα «Τα Νέα» (1/4/2008).

Αυτό ήταν το δεύτερο «παράσημο» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που καρφιτσώθηκε στο πέτο της ελληνικής άρχουσας τάξης. Με μια μικρή διαφορά: Σε αντίθεση με το 1990 τούτη τη φορά (όπως και στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας), το «παράσημο» για λογαριασμό της ελληνικής ολιγαρχίας το παρέλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπό τον Κ. Σημίτη.

Συνέχεια

Ν.Μπογιόπουλος: Μονόδρομος

n-mpogiopoulosΜονόδρομος!

Από τη στιγμή εκδήλωσης της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος σήμανε συναγερμός και επιχειρήθηκε ο συντονισμός σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών, ώστε να εξευρεθεί το ταχύτερο δυνατό «λύση».

Μια από τις πρώτες πράξεις θωράκισης του συστήματος ήταν να μη γίνεται λόγος για καπιταλιστική κρίση, αλλά για μια κρίση που αρχικά βαφτίστηκε ως «χρηματοπιστωτική», κατόπιν την παρουσίασαν ως «κρίση δανεισμού» και εν συνεχεία μεταβαπτίστηκε «κρίση χρέους». Πολλές εκδοχές με ένα και μόνο σκοπό: Να συσκοτιστούν οι ουσιαστικές αιτίες και ο πραγματικός χαρακτήρας της διεθνούς οικονομικής κρίσης που είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Παράλληλα με την παραπάνω προσπάθεια εξωραϊσμού και ενώ επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες με τα μονοπώλια να ξαφρίζουν το δημόσιο ταμείο και, ταυτόχρονα, να φορτώνουν τις ζημιές τους στις πλάτες των λαών, οι καπιταλιστές δε δίστασαν να περιγράφουν την κρίση με έναν ακόμα όρο: Σαν «ευκαιρία»! «Ποτέ δεν αφήνεις μια σοβαρή κρίση να πάει χαμένη. Αυτό που εννοώ είναι ότι αποτελεί μια ευκαιρία για να κάνεις πράγματα που δεν μπορούσες να κάνεις πριν», έλεγε το 2009 ο Εμανουέλ Ραμ, προσωπάρχης του Ομπάμα στο Λευκό Οίκο…

Τέσσερα χρόνια μετά, είναι πια σαφές τι εννοούσαν όταν μιλούσαν για «ευκαιρία». Βρήκαν στην κρίση την «ευκαιρία» για να φτιάξουν έναν κόσμο ακόμα πιο ζοφερό, ακόμα πιο εκμεταλλευτικό, ακόμα περισσότερο απάνθρωπο από τούτον που ήδη είχαν δημιουργήσει μέχρι την εκδήλωση της κρίσης. Βρήκαν την «ευκαιρία» την οικονομική κρίση του συστήματός τους να την μετατρέψουν σε διαρκή κρίση πανικού για το λαό, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει καθώς τον οδηγούν στο Μεσαίωνα. H κρίση αποτέλεσε την «ευκαιρία» τους να επιβάλουν την απόλυτη βαρβαρότητα, μέσα από ένα καθεστώς πρόκλησης γενικευμένου φόβου και ανασφάλειας, ώστε να παραλύσει κάθε σκέψη ή κίνηση αντίστασης απέναντι στην πολιτική τους.

Ακριβώς αυτή είναι η τακτική τους και στην Ελλάδα, όπου το ένα αντιλαϊκό μέτρο διαδέχεται το άλλο, όπου το «σοκ» από τη «σφαγή» του ενός κοινωνικού στρώματος διαδέχεται το «σοκ» από τη σφαγή της επόμενης κοινωνικής ομάδας κ.ο.κ.

Αλλά αυτή ακριβώς η τακτική τους είναι που επιβεβαιώνει, περίτρανα πλέον, ότι κάθε υποχώρηση, κάθε συμβιβασμός, κάθε συναίνεση, κάθε λογική άμυνας και συναλλαγής με τους σφαγείς δεν εξασφαλίζει ούτε καν τα ψίχουλα. Ισοδυναμεί με άνευ όρων παράδοση. Σημαίνει εξαθλίωση. Κάθε αποδοχή από το λαό της λογικής που τον θέλει «αδύναμο» απέναντι στον Προκρούστη του, ισοδυναμεί με εξανδραποδισμό.

Αντίθετα, ο ελληνικός λαός – και όλοι οι λαοί – έχει τη δύναμη, και είναι ώριμες οι αντικειμενικές συνθήκες, να μετατρέψει την «ευκαιρία» των κεφαλαιοκρατών σε μπούμερανγκ εναντίον τους. Με μια προϋπόθεση:

 Οτι έχοντας επίγνωση και εμπιστοσύνη στη δύναμή του θα ακολουθήσει τον δικό του «μονόδρομο».

Μονόδρομος – ο πραγματικός μονόδρομος – για το λαό είναι:

Η ανάδειξη του επείγοντος χαρακτήρα των αναγκών του.

Η κατάδειξη, μέσα από την ίδια την πείρα της διεκδίκησης, ότι η ικανοποίηση ακόμα και αυτών των πλέον άμεσων και στοιχειωδών αναγκών του απαιτεί συναγερμό όχι μόνο αποτροπής των κάθε φορά «τελευταίων μέτρων» αλλά και αντεπίθεσης για τη συνολική ανατροπή της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου.

Η σύνδεση του μερικού με το γενικό, μέσα από σχέδιο και επεξεργασία, ώστε να συσπειρώνεται η εργατική τάξη, να σφυρηλατεί την ενότητά της και να εδραιώνει τις κοινωνικές συμμαχίες της με εκείνα τα στρώματα που απαιτείται να αποσπαστούν από την επιρροή της αστικής τάξης.

Με μια κουβέντα:

Ο μονόδρομος της λαϊκής σωτηρίας περνάει πολιτικά μέσα από εκείνες τις δράσεις και εκείνη την τακτική, που ο ορίζοντάς τους δε θα τελειώνει στη μέση του δρόμου, αλλά θα φωτίζεται από τη συνολική στρατηγική για το πέρασμα από την Προϊστορία της εκμετάλλευσης στην Ιστορία της απελευθέρωσης, κάτι που προϋποθέτει ανυποχώρητο μέτωπο τόσο απέναντι στο αστικό πολιτικό μπλοκ όσο και απέναντι στις οπορτουνιστικές αντιλήψεις οι οποίες λειτουργούν ως «μαξιλάρι ασφαλείας» της αστικής κυριαρχίας.

Όλα αυτά αποτελούν πλευρές της αναγκαίας εκείνης συνθήκης που για να γίνει όμως και ικανή συνθήκη αντεπίθεσης και ανατροπής δεν μπορεί παρά να στοχεύουν στην άνοδο της ταξικής πάλης μέσα από την οξυγόνωση του εργατικού κινήματος. Στο κέρδισμα της πλατιάς εργατικής και λαϊκής μάζας γύρω από την αντίληψη ότι χωρίς αυτήν «γρανάζι δε γυρνά». Χειραφέτηση που επιτυγχάνεται μέσα από την κάθοδο των μαζών στο στίβο των ταξικών αγώνων. Αυτή είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αφού χωρίς την όξυνση των ταξικών αγώνων, των μπολιασμένων με την πολιτική προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης, ο λαός θα παραδέρνει από τον έναν αντιλαϊκό διαχειριστή στον άλλο.

Ναι, λοιπόν, η κρίση μπορεί και πρέπει να μετουσιωθεί σε πολιτικό όπλο στα χέρια του λαού, ώστε η οικονομική και φιλοσοφική διαπίστωση για τα ιστορικά ξεπερασμένα όρια του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης να μετουσιωθεί σε δράση με στόχο την κατάρρευση και την ανατροπή του.

Με άλλα λόγια, τώρα είναι η στιγμή όχι μόνο της απόκρουσης των αντιλαϊκών επιθέσεων, αλλά και της σποράς των αγώνων του αύριο.

Τώρα είναι η στιγμή της συσπείρωσης γύρω από μια πολιτική που δε συνδιαλέγεται με τον καπιταλισμό, με τα μονοπώλια, με τους εγχώριους και διεθνείς φορείς τους.

Που δεν υποκύπτει στην τρομοκρατία.

Που οργανώνει τους εργαζόμενους και τους εξοπλίζει με την επίγνωση της δύναμής τους.

Που στα κηρύγματα της ταξικής υποταγής και της «διαπραγμάτευσης» αντιπαρατάσσει την αλήθεια του δίκιου των εκατομμυρίων που μοχθούν, αλλά στερούνται τον αμύθητο πλούτο που οι ίδιοι παράγουν.

Που απέναντι, τελικά, στην ενότητα των κεφαλαιοκρατών και των πολιτικών τους εκπροσώπων, οι καταπιεσμένοι αντιπαραθέτουν τη δική τους Λαϊκή Συμμαχία, οικοδομημένη πάνω στο θεμέλιο της ενότητας των εργατών, μια Λαϊκή Συμμαχία των παραγωγών του πλούτου, που δεν είναι διατεθειμένοι να χάσουν τίποτε άλλο, αλλά να διεκδικήσουν όχι απλώς όσα τους αφαίρεσαν, αλλά κι όσα τους ανήκουν. Δηλαδή, τα πάντα!

.

του Νίκου Μπογιόπουλου | Ριζοσπάστης 13-07-2013

.

Ν.Μπογιόπουλος: Λάθος πορεία

n-mpogiopoulosΤου Νίκου Μπογιόπουλου | Ριζοσπάστης 31-3-2013

1) Αντιγράφω (Ντοκουμέντα 16ου Συνεδρίου, σελ. 71, σ. Παπαρήγα): «Στο 15ο Συνέδριο ξεκαθαρίσαμε το εξής πράγμα:

Ότι η συγκέντρωση δυνάμεων, η πολιτική συμμαχιών του Κόμματος χτίζεται πάνω στην αντίθεση μονοπώλια – ιμπεριαλισμός. (…).

Τι είναι ο ιμπεριαλισμός; Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Όμως, δεν μπορούμε να χτίσουμε συμμαχία στην αντίθεση καπιταλισμός – σοσιαλισμός, γιατί σημαίνει συμμαχία για τη σοσιαλιστική επανάσταση και συμμαχία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν μπορούμε να το βάλουμε. Και δεν μπορούμε να το βάλουμε, γιατί είναι και λυμένο θεωρητικά, αλλά και η πείρα αυτό δείχνει». Κανένα νέο δεδομένο δεν επιτρέπει αναθεώρηση όσων θεωρητικά και εμπειρικά, κατά το 16ο Συνέδριο, είναι λυμένα. Εντούτοις στις Θέσεις γίνεται ακριβώς αυτό το λάθος: Προτείνεται οικοδόμηση πολιτικής συμμαχιών στην αντίθεση καπιταλισμός – σοσιαλισμός. Αλλά πάνω σε αυτή την αντίθεση, όπως σωστά διαπιστώναμε στο 16ο Συνέδριο, δεν χτίζεται η – στρατηγικής σημασίας για την Επανάσταση – πολιτική συμμαχιών.

2) Με αυτήν την (μη) πολιτική συμμαχιών «πλησιάζουμε» το σοσιαλισμό μόνο ως αντικατοπτρισμό.

Η Λαϊκή Συμμαχία, που δεν είναι πολιτική, δεν συμμετέχει σε εκλογικές μάχες, που απορρίπτει όσους διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ (Θέση 67), που «έχει μια ορισμένη μορφή διαμόρφωσης με τη δράση σε κοινό πλαίσιο των ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ, ΜΑΣ», είναι «συμμαχία» μόνο με τον εαυτό μας.

3) Η πολιτική γραμμή των Θέσεων ουσιαστικά εφαρμόζεται εδώ και χρόνια.

Εχουμε ήδη δείγματα ότι δεν περπατάει: οργανωτική στασιμότητα, πτώση κυκλοφορίας «Ρ», επίπεδο ταξικού κινήματος, οδυνηρό εκλογικό αποτέλεσμα. Ας σταθούμε στις εκλογές. Η σ. Παπαρήγα («Ρ», 22/3/2012) έλεγε: «Αντικειμενικά λοιπόν στην εκλογική μάχη το κριτήριο ψήφου προς το ΚΚΕ μπορεί και πρέπει να είναι πάνω στη συνολική του στρατηγική». Δεν συνιστά απολυτότητα να λέμε ότι «επιβεβαιώθηκε» (Θέση 48) μια στρατηγική που την αναδείξαμε ως κριτήριο ψήφου, αλλά αντί να συγκεντρώσει δυνάμεις τις μείωσε στο μισό; Βέβαια, όποτε έρχεται η κουβέντα στο εκλογικό αποτέλεσμα επαναλαμβάνουμε τα περί «κοινοβουλευτικών αυταπατών».

Οχι. Αυταπάτες δημιουργούνται όταν αρνούμαστε να ερμηνεύσουμε απροκατάληπτα την ζωντανή εμπειρία από κάθε πολιτική μάχη. Τέτοια μάχη είναι και οι εκλογές. Δεν σπέρνει «κοινοβουλευτικές αυταπάτες» ο Λένιν όταν ισχυρίζεται («Γράμματα στον Γκόργκι») ότι «απ’ τα αποτελέσματα των εκλογών εξαρτάται κατά πολύ και η ανάπτυξη του κόμματος».

4) Επί κρίσης, θέτοντας ως προαπαιτούμενο κάθε λαϊκής συσπείρωσης τη συμφωνία με τη θέση μας για λαϊκή εξουσία, αφήσαμε αναξιοποίητους σειρά πολιτικούς «κρίκους».

Π.χ. Το «δεν πληρώνω». Εμείς είπαμε: Δεν πληρώνω, αλλά πρώτα λαϊκή εξουσία.

Χρέος. Εμείς είπαμε: Οχι στο χρέος, αλλά στη λαϊκή εξουσία.

Ευρώ – ΕΕ. Εμείς είπαμε: Δεν αρκεί το όχι στην ΕΕ, χωρίς το «ναι» στη λαϊκή εξουσία.

Μνημόνιο. Εμείς είπαμε: Δεν φταίει το μνημόνιο, αλλά ο καπιταλισμός, η κρίση και ότι δεν έχουμε λαϊκή εξουσία.

Σωστά. Ομως υπηρετείται ο στόχος της λαϊκής εξουσίας, όταν, στη μαζική πάλη για την ανακούφιση του λαού από τα βάσανά του, τίθεται σαν (διαχωριστική) προϋπόθεση;

Πανομοιότυπα απουσιάσαμε από το καθήκον να παρέμβουμε στο αυθόρμητο που εκδηλώθηκε. Δεν δηλώσαμε «παρών» για τον προσανατολισμό και τη συνειδητοποίησή του.

Αφήσαμε άλλους να το κατευθύνουν, να το αξιοποιούν. Από τις πλατείες που τις καταγγείλαμε από την Ισπανία κιόλας, πριν ακόμα εμφανιστούν στην Ελλάδα, μέχρι τις πατάτες. Από τις διαδηλώσεις για το μνημόνιο μέχρι τα διόδια – όταν έρχονταν άλλοι εμείς φεύγαμε.

5) Η εξάρτηση για την αστική τάξη μιας εξαρτημένης χώρας είναι το πλαίσιο προσαρμογής της στο διεθνή καπιταλισμό.

Πολιτικά, η εξάρτηση για την αστική τάξη σημαίνει τη διεθνή της εγγύηση – στήριξη για την παραμονή της στην εξουσία.

Η ταξική ανάδειξη του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού δεν σημαίνει συσκότιση των ευθυνών της αστικής τάξης για τα δεινά του λαού ή απαλλαγή από αυτές, ή πολύ περισσότερο «παράθυρο» συνεργασίας με τμήματά της. Είναι πολιτική της καταδίκη.

Η εξάρτηση συνιστά καταισχύνη του συνόλου της αστικής τάξης και χειροπιαστή απόδειξη ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και για το λόγο αυτό, για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, υποδουλώνει το λαό, σε συμμαχία με το ξένο κεφάλαιο. Αυτή η ανάλυση του Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό», στο «Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα» του Μπάτση, στο «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» του Μπελογιάννη, ισχύει ακέραια και σε συνδυασμό με τα σημερινά οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, η πραγματικότητα βοά: Η εξάρτηση της Ελλάδας βαθαίνει. Πραγματικότητα που για να έχουμε αποτελεσματική πολιτική γενικά (και ειδικά όσον αφορά τη διασύνδεση του ταξικού με το πατριωτικό) δεν γίνεται να αγνοούμε, να θολώνουμε με σχήματα περί «αλληλεξάρτησης», να μισοδεχόμαστε (ή μισοαρνιόμαστε) με φράσεις όπως «ισχυρές εξαρτήσεις», εισάγοντας έτσι στην επιστήμη του μαρξισμού το «ολίγον έγκυος».

6) «Ριζοσπάστης»: Δημοσιεύματα όπως το διήγημα για το δολοφόνο του 15χρονου, τα «πέρασε για λίγο από τον ΔΣΕ» για τον Μίσσιο, ανιστόρητες αναφορές ότι «το ΚΚΕ καμία σχέση δεν έχει με την αριστερά», κείμενα όπου αντί επιχειρημάτων βρίθουν ασυνταξιών και αφορισμών, πρωτοσέλιδα όπου απουσιάζει ή υποβαθμίζεται το σημαντικό της επικαιρότητας (π.χ. θάνατος Τσάβες), δεν συνηγορούν στην εκτίμηση περί «βελτίωσής του».

ΠΡΟΤΑΣΗ:

Επαναφορά – επικαιροποίηση του Προγράμματος του 15ου Συνεδρίου, συγκρότηση Αντιιμπεριαλιστικού – Αντιμονοπωλιακού – Δημοκρατικού Μετώπου, με κατεύθυνση την ανατροπή του καπιταλισμού. Ενα Πρόγραμμα πιο αναγκαίο κι από την πρώτη φορά που το εμπνευστήκαμε επειδή ακριβώς τα προβλήματα που επιφέρουν ο ιμπεριαλισμός, τα μονοπώλια, οι αντιδημοκρατικές εκτροπές, η αναβίωση του φασισμού, η καπιταλιστική κρίση, έχουν οξυνθεί στο έπακρο. Το ΑΑΔΜ μπορεί να οικοδομήσει αντικαπιταλιστική συμμαχία, διότι:

 Πρώτον, συνδέει τώρα, σήμερα, την πάλη για το καθημερινό πρόβλημα με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

 Δεύτερον, είναι πειστικό και το κατορθώνει γιατί λαμβάνει υπόψη, ειδικά στις παρούσες συνθήκες εξαθλίωσης του λαού, ότι πρώτα «Οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να ζουν για να μπορούν να κάνουν ιστορία» (Μαρξ – Ενγκελς, «Γερμανική ιδεολογία»).

Τρίτον, δεν παραιτείται από κανένα όπλο και από κανένα ενδεχόμενο – έστω και το πιο αμυδρό – στον επαναστατικό αγώνα, μη εξαιρουμένου του ενδεχομένου κυβέρνησης του ΑΑΔΜ, η οποία θα συνιστούσε διαστρέβλωση αν συσχετιζόταν με «στάδια», με «ενδιάμεσες εξουσίες» ή με την «αριστερή» κυβέρνηση αστικής διαχείρισης που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ.

Τέταρτον, μιας και εμείς δεν είμαστε Μπλανκιστές ώστε να αδιαφορούμε για τη λαϊκή πλειοψηφία, συνιστά επιτομή του αντικαπιταλιστικού αγώνα γιατί οικοδομεί λαϊκή πλειοψηφία, που δικό της έργο με επικεφαλής την εργατική τάξη είναι η Επανάσταση, καθώς προωθεί τις αναγκαίες συμμαχίες που δεν αποτελούν τίποτα λιγότερο από τον ίδιο τον πυρήνα του πολιτικού σχεδίου ανατροπής του καπιταλισμού.

Νίκος Μπογιόπουλος | Ριζοσπάστης 31-3-2013

.

Ν.Μπογιόπουλος: Γερμανικές αποζημιώσεις – Μήπως χρωστάμε (!) κιόλας; –

Νίκος Μπογιόπουλος | Ριζοσπάστης | http://tinyurl.com/c8rybzc

Πριν μερικές μέρες ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, κ. Σταϊκούρας, απάντησε σε σχετική Ερώτηση στη Βουλή σχετικά με τις γερμανικές αποζημιώσεις ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της 25ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους

«η Ελλάδα έχει απαιτήσεις κατά της Γερμανίας από ζημιές που υπέστη στο διάστημα της γερμανικής κατοχής ύψους 7,5 δισ. δολαρίων».

Καταρχάς είναι πολύ… ενθαρρυντικό ότι ο νυν υπουργός βρήκε, τελικά, τους φακέλους της υπόθεσης «Γερμανικές αποζημιώσεις»…

Και τούτο διότι ο προκάτοχός του, ο Σαχινίδης, είχε δηλώσει, αφήνοντας άφωνο το πανελλήνιο, ότι τους φακέλους

«τους έχασαν» (!),

«δεν τους έβρισκαν» (!),

«τους έψαχναν αλλά δεν ήξεραν πού είναι»!

Ομως, απ’ ό,τι φαίνεται, δυσκολεύεται να καταλήξει κανείς, τι είναι… χειρότερο; Οτι τους είχαν «χάσει» ή ότι τους… βρήκαν τους φακέλους;

Εξηγούμαστε:

Οπως επανειλημμένως έχει αναφέρει το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα,

η Γερμανία μάς οφείλει:

1) 7,160 δισ. δολάρια που επιδίκασε υπέρ της Ελλάδας η Διεθνής Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (1946) για τις καταστροφές που προξένησαν τα γερμανικά στρατεύματα στην οικονομική υποδομή της χώρας

2) 3,5 δισ. δολάρια από το δάνειο που οι κατοχικές δυνάμεις υποχρέωσαν την Ελλάδα να τους παράσχει, πέραν των εξόδων συντήρησης των κατοχικών στρατευμάτων.

Επιπλέον, οφείλουν στην Ελλάδα:

α) Την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών που αφαίρεσαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής από τα μουσεία της χώρας και από τους αρχαιολογικούς χώρους καθώς και

β) τις αποζημιώσεις προς τα θύματα των θηριωδιών των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής σε βάρος των κατοίκων 100 περίπου ολοκαυτωμάτων (πόλεων και χωριών) αλλά και γενικότερα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.

Με διάφορους χειρισμούς η Γερμανία

(που ως σήμερα δεν έχει καταβάλει παρά ένα αστείο ποσό το οποίο δεν ξεπερνά τα 150 εκατομμύρια δολάρια)

κατάφερε επί δεκαετίες να αναβάλλει την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεών της μέχρι που φτάσαμε στην υπογραφή από την επανενωμένη Γερμανία της οριστικής συνθήκης ειρήνης στη Μόσχα το 1990, της λεγόμενης συμφωνίας «2+4».

Και πάλι, όμως, από τότε πέρασαν 22 χρόνια με τη μεν Γερμανία να μην εννοεί να εξοφλήσει το χρέος της, τις δε ελληνικές κυβερνήσεις να μην τολμούν να θέσουν ούτε καν ως νύξη το θέμα.

Σημείωση: Πρόκειται για τις κυβερνήσεις που παραλαμβάνουν «υποβρύχια που γέρνουν», κουκουλώνουν την υπόθεση με τη «Ζήμενς», συναλλάσσονται με τη «Χόχτιφ», την «Ντόιτσε Τέλεκομ», την «Ντόιτσε Μπανκ» κ.ο.κ.

Και ερχόμαστε τώρα στο ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα, οπότε χρειάζεται και η μέγιστη ΠΡΟΣΟΧΗ:

Οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, όσον αφορά στις καταστροφές στην οικονομική υποδομή της χώρας και το κατοχικό δάνειο, επιδικάστηκαν και προσδιορίστηκαν – επαναλαμβάνουμε – το έτος 1946.

Μάλιστα, οι οφειλές αυτές έχουν υπολογιστεί με αγοραστική αξία δολαρίου του… 1938.

Τι σημαίνουν αυτά;

Πολύ απλά, ότι το πραγματικό μέγεθος των οφειλών, σε σημερινές τιμές,

όπως επανειλημμένως έχει τονίσει το «Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα», και όπως μπορεί να γνωρίζει ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής (πόσο μάλλον ένας κοτζάμ αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών),

ξεπερνά τα 162 δισ. ευρώ,

χωρίς, μάλιστα, στο ποσό αυτό να υπολογίζονται οι τόκοι.

Αν, δε, οι οφειλές

(που επιδικάστηκαν το 1946 με την αξία που είχε το δολάριο το 1938)

υπολογιστούν με το κατώτατο επιτόκιο 3% που ορίζουν τα διεθνή δικαστήρια,

τότε το μέγεθος της οφειλής – προσδιοριστικό της καταστροφής που προκάλεσε τότε η ναζιστική Γερμανία στην Ελλάδα – ανέρχεται στο 1,5 τρισ. ευρώ!

Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Τόσο ιστορικά όσο και οικονομικά.

Αρα, τίθεται το εξής ερώτημα:

Από πού κι ως πού οι αποζημιώσεις των 162 δισ. δολαρίων, χωρίς τους τόκους, που διεκδικεί η Ελλάδα (σ.σ.: ο λαός το διεκδικεί και όχι φυσικά οι κυβερνήσεις που δε βγάζουν «κιχ» για το θέμα)

υποτιμολογούνται – μέχρις εξαφανισμού τους – στο αστείο ποσό των 7,5 δισ.;

Τι είδους… «μαθηματικά» είναι αυτά από τον κ. Σταϊκούρα και την κυβέρνηση, τα οποία μάλιστα διατυπώθηκαν από βήματος Βουλής

και τι είδους «δωράκι» είναι αυτό που εξυφαίνεται (;) προς τη Γερμανία;

 .

Ν.Μπογιόπουλος: Ολοι μαζί …

Νίκος Μπογιόπουλος |Ριζοσπάστης | http://tinyurl.com/c8rybzc

Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό «Σπίγκελ» το ποσό που έβγαλαν οι (προφανώς αναξιοπαθούντες) κεφαλαιοκράτες προς διάφορους φορολογικούς «παραδείσους» από την Ελλάδα το διάστημα 2003 – 2011,

δηλαδή τόσο την περίοδο της «ισχυρής Ελλάδας», όσο και κατά την περίοδο του «Τιτανικού»,

ξεπερνά τα 260 δισ. ευρώ.

Παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα για λόγους εντυπωσιασμού και αποπροσανατολισμού,

πρόκειται για εντελώς «νόμιμη και ηθική» διαδικασία, αφού οι νόμοι του Μάαστριχτ, της ελεύθερης εξαγωγής κεφαλαίου και της καπιταλιστικής οικονομίας στηρίζονται ακριβώς στην αρχή ότι το «κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα».

Ως εκ τούτου ούτε η φοροδιαφυγή, ούτε το ξέπλυμα χρήματος, ούτε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο έχουν πατρίδα.

Κατά τα λοιπά, εκείνο που απομένει είναι,

μετά το «όλοι μαζί τα φάγαμε»,

να ακούσουμε κάποια στιγμή και ότι «όλοι μαζί τα φυγαδεύσαμε»!

Το αποκλείετε;…

.

Ν.Μπογιόπουλος: Λόγω,ακριβώς,των «ειδικών συνθηκών»

Κάποιοι, πριν από τις εκλογές και εντονότερα τώρα, μετά τις εκλογές, αναφέρονται στο γεγονός ότι η Ελλάδα, όπως σημειώνουν, διέρχεται «ειδικές συνθήκες».
Προσθέτουν ότι βάσει αυτού του λόγου, των «ειδικών συνθηκών», θα πρέπει να καθοριστεί και η στάση των πολιτικών κομμάτων.

Ας δούμε, λοιπόν, ποιες είναι αυτές οι «ειδικές συνθήκες»:

Η βαρβαρότητα, με τη μορφή της λιτότητας, της αντιλαϊκής αγριότητας, του εργασιακού μεσαίωνα, που εξαπλώνονται στην Ευρώπη, στην Αμερική και στον κόσμο ολόκληρο, είναι το αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας κρίσης.
Αλλά, όπως άλλωστε παραδέχονται οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες και τα πολιτικά τους όργανα, αυτή η κρίση έχει όνομα: Πρόκειται για βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση.

Αυτή είναι η πρώτη και κύρια «ειδική συνθήκη»: Η κρίση του καπιταλισμού. Ποιο συμπέρασμα προκύπτει, επομένως, από τούτη την κομβική διαπίστωση;

Τίποτα λιγότερο από την εξής αλήθεια:

Είναι αυτή ακριβώς η κρίση και ο χαρακτήρας της – ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της κρίσης –

είναι ακριβώς αυτή η «ειδική συνθήκη» που αναδεικνύει – και μάλιστα με απόλυτο τρόπο –

ότι η βαρβαρότητα, η αγριότητα, ο μισανθρωπισμός, η εκμετάλλευση, η καταπίεση, η ανελευθερία και η κάθε λογής έκφρασή τους, όπως τη βιώνουμε στην Ελλάδα (από τα μνημόνια και τις μειώσεις μισθών, μέχρι την εκτίναξη της ανεργίας και την εξάπλωση της κοινωνικής συμφοράς) δεν αποτελούν παρά τυπική έκφραση και εκδήλωση της λειτουργίας ενός συστήματος – του καπιταλιστικού συστήματος – που όποτε φτάνει στα όριά του (και οι κρίσεις δεν είναι παρά η αποτύπωση των ορίων αυτού του συστήματος) προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τη λαϊκή καταστροφή, μέσα από την κοινωνική λεηλασία, βυθίζοντας σε ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή και επιβάλλοντας ακόμα μεγαλύτερη λεηλασία στα ίδια του τα θύματα (εργάτες, αγρότες, μικρομεσαία στρώματα κ.λπ.).

Συνέχεια

Ν.Μπογιόπουλος: «Γιαούρτι»

Δεν είναι μόνο ότι ενίοτε οι «γιαουρτωμένοι» βγαίνουν κι από πάνω.

Πολύ περισσότερο δεν είναι θέμα καθωσπρεπισμού.

Το βασικό είναι ότι τα πολιτικά, τα κοινωνικά, τα οικονομικά προβλήματα είναι από εκείνα τα σύνθετα ζητήματα που δεν λύθηκαν ποτέ και πουθενά ούτε με το «γιαούρτωμα» ούτε με τη «μούτζα».

Και τούτο συμβαίνει ειδικά όταν το δίκαιο συναίσθημα, το συναίσθημα να θέλεις να βγάλεις το «άχτι» σου, υπερισχύει ως αντίδραση.

Οταν υπερκαλύπτει την ανάγκη της συνειδητοποίησης ότι πρέπει να αγωνιστείς, με επιμονή και αποφασιστικότητα, όχι για να ικανοποιήσεις εφήμερα το «γινάτι» σου, αλλά για να απαιτήσεις το δίκιο σου.

Καμιά φορά, μάλιστα, όταν το χέρι με τα απλωμένα δάκτυλα δεν κάνει όλη την κίνηση, όταν τα δάκτυλα δηλαδή δεν κλείνουν για να μετατραπεί το χέρι σε γροθιά, τότε αφήνεται το περιθώριο σε όσους προκαλούν τα προβλήματα να τα συσκοτίζουν. Και τότε το «γιαούρτι» γυρίζει πίσω.

Από την άλλη η άποψη του Αριστοτέλη στα «Ηθικά Νικομάχεια» αξίζει πάντα της προσοχής μας:

«Ο καθένας – έλεγε – μπορεί να θυμώσει. Αυτό είναι εύκολο. Αλλά, το να θυμώσει κανείς με το σωστό άτομο, στο σωστό βαθμό και τη σωστή στιγμή, για τη σωστή αιτία και με τον σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι εύκολο».

του Νίκου Μπογιόπουλου | http://tinyurl.com/7qau2jk