Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ – 15. Το χαμόγελο του Στάλιν

Ακούγεται περίεργο αλλά εκείνη την άνοιξη του 1939 μύριζε μπαρούτι απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη, παρ’ όλες τις συνθήκες που είχαν υπογραφεί, εξακολουθούσαν να υπογράφονται ή γίνονταν συζητήσεις προκειμένου να υπογραφούν. Ήδη έχουμε αναφερθεί σ’ ένα σωρό από δαύτες αλλά μπορούμε να προσθέσουμε επί πλέον:

– την κοινή δήλωση Χίτλερ-Τσάμπερλαιν μερί αμοιβαίας μη επίθεσης, η οποία υπεγράφη τον Σεπτέμβριο του 1938, στο περιθώριο των συζητήσεων που κατέληξαν στην Συμφωνία του Μονάχου,

– την αντίστοιχη γαλλογερμανική δήλωση, που υπέγραψαν οι υπουργοί εξωτερικών Μπονναί και Ρίμπεντροπ στις 6 Δεκεμβρίου 1938,

– τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1938 και συνεχίστηκαν τον Μάρτιο του 1939, με σκοπό την υπογραφή πλατειάς αγγλογερμανικής συμφωνίας πάνω σε οικονομικά, εδαφικά και αποικιακά ζητήματα (η Αγγλία ήταν διατεθειμένη να επιστρέψει στην Γερμανία τις αποικίες που της είχε αποσπάσει με την Συνθήκη των Βερσαλλιών),

– τα σύμφωνα μη επίθεσης που πρότεινε ο Χίτλερ προς όλες τις χώρες τής Σκανδιναβικής χερσονήσου και της Βαλτικής, τον Απρίλιο του 1939.

Η ναζιστική διπλωματία δεν έπαυε να διακηρύσσει, σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ότι στόχος τού Ράιχ ήταν η εδραίωση ενός ευρωπαϊκού δόγματος Μονρόε: η Ευρώπη για τους ευρωπαίους. Το θέμα είναι ότι δεν μπορούσε να πείσει κανέναν. Όλοι γνώριζαν ότι στο δόγμα Μονρόε, η φράση «η Αμερική για τους αμερικανούς» κάλυπτε την πρακτική «η Αμερική για τους πολιτειακούς». Έτσι, όλοι φοβόντουσαν ότι η ευρωπαϊκή εκδοχή αυτού του δόγματος θα σήμαινε, πολύ απλά, «η Ευρώπη για τους γερμανούς».

Στην Μόσχα, ο δαιμόνιος (σ.σ.: επιμένω στον χαρακτηρισμό!) Στάλιν και το επιτελείο του είχαν απόλυτη επίγνωση της κατάστασης. Κι όπως φάνηκε από τις εξελίξεις, ήσαν οι μόνοι που καταλάβαιναν ακριβώς τι συμβαίνει και πού πάει το πράγμα. Η σοβιετική ηγεσία ήξερε από την αρχή ότι η εμφάνιση και η ενδυνάμωση του φασισμού, η ενίσχυση του Χίτλερ και όλο το παιγνίδι με τις συμμαχίες και τις συμφωνίες είχαν ως κύριο στόχο την συντονισμένη επίθεση των ιμπεριαλιστικών χωρών κατά της ΕΣΣΔ. Αυτό που δεν καταλάβαιναν (ή υποτίθεται ότι δεν καταλάβαιναν) οι δυτικοί, το είχε καταγράψει και ερμηνεύσει η μαρξιστική θεωρία πολύ καιρό πριν: σύμφωνα με τον μαρξισμό-λενινισμό, η σύγκρουση των καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών κρατών μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη, λόγω των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, που διογκώνονται μέχρις εκρήξεως κάθε φορά που ξεσπούν οι περιοδικές κρίσεις τού καπιταλισμού. Αυτό είχε γίνει κατά τον Α’ Π.Π. κι αυτό επρόκειτο να ξαναγίνει πολύ σύντομα.

Πολύ σωστά, οι σοβιετικοί εκτίμησαν ότι όλα όσα είχαν κάνει οι δυτικοί κατά τα τελευταία χρόνια, από την παθητική αποδοχή της ανακατάληψης της Ρηνανίας μέχρι την Συμφωνία του Μονάχου, αποτελούσαν παραμέτρους ενός συνολικού σχεδίου, το οποίο αποσκοπούσε στο να κατευθύνει τον γερμανικό επεκτατισμό προς ανατολάς και να οδηγήσει σε εξοντωτική πολεμική εμπλοκή την Γερμανία με την ΕΣΣΔ. Φυσικά, σ’ αυτή την εμπλοκή η δύση θα τηρούσε θέση παρατηρητή και θα περίμενε να ξαναπαιχτεί το φινάλε τού Α’ Π.Π., όταν οι αποκαμωμένες Γερμανία και Ρωσσία κατέληξαν στον ρόλο τού «κράτους-παρία».

Η χειρότερη εξέλιξη που φοβόντουσαν οι σοβιετικοί ήταν να γίνουν όλα τούτα με γενικότερη συνεννόηση όλων των καπιταλιστικών χωρών (της Ιαπωνίας συμπεριλαμβανομένης), ώστε η χώρα τους να δεχτεί ταυτόχρονα χτυπήματα στα δυτικά και στα ανατολικά της σύνορα. Θα επρόκειτο όντως περί εφιαλτικής εξελίξεως, αφού η ΕΣΣΔ θα ήταν υποχρεωμένη να πολεμήσει δίχως συμμάχους.

Τότε ήταν που ο Στάλιν συνέλαβε ένα σατανικό σχέδιο, το οποίο θα έκανε τους δυτικούς να βγάλουν σπυράκια: θα έκανε την δύση να φοβηθεί πως η γερμανική πολεμική μηχανή θα μπορούσε να στραφεί κατά πάνω τους! Δεν είμαστε μόνο εμείς που διαπιστώσαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας ότι «εκείνο για το οποίο κυρίως ανησυχούσε η δύση, ήταν μήπως η Γερμανία και η ΕΣΣΔ βρουν κοινό πεδίο συνεννόησης» και αναρωτηθήκαμε για το τι θα έκανε τις δυνάμεις του ο Χίτλερ αν κατέληγε σε συμφωνία με τους κομμουνιστές. Τις ίδιες διαπιστώσεις έκανε και το σοβιετικό επιτελείο.

Επί τέλους, αυτός ο ατελείωτος Απρίλιος του 1939 πλησιάζει στο τέλος του. Από την Μόσχα αναχωρεί για Βερολίνο μια εμπορική αντιπροσωπεία, προκειμένου να διαπραγματευτεί με τους γερμανούς μια σειρά οικονομικών συνεργασιών. Όμως, τα μέλη αυτής της αντιπροσωπείας έχουν πάρει και την εντολή να βολιδοσκοπήσουν τους γερμανούς σχετικά με την πιθανότητα επιτυχίας μιας πολιτικής συμφωνίας πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Στάλιν παίρνει ένα μονολεκτικό τηλεγράφημα από το Βερολίνο: одобрено. Έχει κάθε λόγο να χαμογελάσει κάτω από το παχύ του μουστάκι. Οι γερμανοί είχαν συμφωνήσει.

.

του Θοδωρή Αθανασιάδη | http://teddygr.blogspot.gr/2013/05/15.html

.

Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ – 14. Τα φίδια ζώνουν την δύση

Βρισκόμαστε στον Απρίλιο του 1939. Παρά το γερμανοπολωνικό σύμφωνο του 1934, οι συνεχείς διακηρύξεις τού Χίτλερ περί «ζωτικού χώρου» καθιστούν σαφές ότι δεν θ’ αργήσει η στιγμή που ο γερμανός δικτάτορας θα στραφεί κατά της Πολωνίας. Ξαφνικά, η δυτική διπλωματία αρχίζει να ανησυχεί. Όμως, δεν ανησυχεί για την τύχη της Πολωνίας. Κάθε άλλο. Ανησυχεί μήπως οι γερμανοί «τα βρουν» με τους σοβιετικούς!

Πράγματι, η δύση αφ’ ενός μεν γνωρίζει καλά ότι οι σοβιετικοί έχουν προβλήματα με την γερμανόφιλη Φινλανδία, για την οποία όμως ο Χίτλερ δεν πολυσκοτίζεται, αφ’ ετέρου δε θεωρεί σχεδόν σίγουρο πως η Μόσχα δεν θα έλεγε όχι αν προσεταιριζόταν κάποιες βαλτικές δημοκρατίες, όπου υπάρχει σημαντικότατο κομμουνιστικό στοιχείο. Βρετανοί και γάλλοι, λοιπόν, εκτιμούν ότι Χίτλερ και Στάλιν θα μπορούσαν να βρουν (τουλάχιστον προσωρινά) πεδίο συνεννόησης και να μοιράσουν την ανατολική Ευρώπη με τρόπο που να ικανοποιεί και τους δυο. Για παράδειγμα, ο Χίτλερ θα μπορούσε να επιτρέψει την κυριαρχία της ΕΣΣΔ στην ανατολική Σκανδιναβία (ακόμη και στα βαλτικά εδάφη που διεκδικούν οι φινλανδοί) ενώ ο Στάλιν θα μπορούσε να επιτρέψει στην Γερμανία να βρει δίοδο προς τον Εύξεινο Πόντο και τα ρουμανικά πετρέλαια. Έτσι, στις 31 Μαρτίου, Βρετανία και Γαλλία εγγυήθηκαν -με δημόσια συμφωνία- την βοήθειά τους στην Πολωνία, σε περίπτωση που η χώρα δεχόταν επίθεση. Λίγες μέρες αργότερα, το ίδιο «δίδυμο» πρόσφερε ανάλογες εγγυήσεις στην Ρουμανία (η οποία είχε διενέξεις με την Ουγγαρία) αλλά και στην Ελλάδα (την οποία ορεγόταν η Ιταλία).

Το αφτί τού Χίτλερ ίδρωσε τόσο πολύ μ’ αυτή την συμφωνία ώστε μόλις τρεις μέρες αργότερα, στις 3 Απριλίου 1939, παρουσίασε στους επιτελείς του την Λευκή Εκδοχή (Fallweiss), κωδική ονομασία τού σχεδίου εκστρατείας κατά της Πολωνίας. Ουδείς αξιωματικός τόλμησε να εναντιωθεί στο σχέδιο αυτό, όχι μόνο επειδή είχαν καταπιεί την γλώσσα τους μετά τις απανωτές επιτυχίες του φύρερ αλλά και επειδή οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν πρωσσική καταγωγή, άρα μισούσαν τους πολωνούς.

Βρετανοί και γάλλοι ήσαν σχεδόν βέβαιοι ότι οι δημόσιες δηλώσεις τους για συμπαράσταση σε Πολωνία, Ρουμανία και Ελλάδα θα προβλημάτιζαν τους γερμανούς. Πολύ περισσότερο, επειδή οι ΗΠΑ είχαν ήδη πολλαπλασιάσει τις δηλώσεις συμπάθειάς τους προς Αγγλία, Γαλλία και Πολωνία, ενώ αρνούνταν να αναγνωρίσουν το προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας. Μάλιστα δε, στις 15 Απριλίου, ο Ρούζβελτ απευθύνθηκε δημοσίως σε Χίτλερ και Μουσολίνι, απαιτώντας από τους δυο φασίστες δικτάτορες να δώσουν εγγυήσεις ότι στο μέλλον δεν θα επετίθεντο κατά -ούτε λίγο, ούτε πολύ- 31 συγκεκριμένων χωρών. Φυσικά, οι δυο δικτάτορες έγραψαν τις απαιτήσεις τού Ρούζβελτ εκεί που δεν πιάνει μελάνι.

Εδώ, αξίζει να κάνουμε ένα διάλειμμα για να δώσουμε μερικές εξηγήσεις. Από τον Ιανουάριο του 1939, ο Ρούζβελτ είχε ζητήσει από το Κονγκρέσσο την έγκριση πιστώσεων για να ξεκινήσει ο επανεξοπλισμός τής χώρας. Βλέπετε, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να ανακάμψουν από το κραχ τού 1929 και η αύξηση των δημοσίων δαπανών για εξοπλισμούς αποτελούσε έναν καλό τρόπο για να πάρει μπρος η πολιτειακή οικονομία. Όμως, οι χώρες του Συμφώνου Αντικομιντέρν (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία), μαζί με τους συμμάχους και τους δορυφόρους τους, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια παγκόσμια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, η οποία θα έπληττε καίρια τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Όπως έγραψε και ο πρέσβης Γκρου, «πρόκειται για μια ομάδα κρατών που ζητά να ανατρέψει το στάτους κβο (…) είναι οι φτωχοί εναντίον των πλουσίων (…) ο αντικομμουνισμός τους είναι απλώς το λάβαρο κάτω από το οποίο συσπειρώνονται». Υπ’ αυτό το πρίσμα, Βρετανία και Γαλλία μπορούσαν βάσιμα να ελπίζουν σε βοήθεια των ΗΠΑ, αν χρειαζόταν να ελέγξουν τον Χίτλερ. Τέλος του διαλείμματος.

Το παιχνίδι στην διπλωματική σκακιέρα άρχισε να χοντραίνει. Μια γαλλοβρεττανική αποστολή πήγε στην Μόσχα, με εμφανή σκοπό να ξεκινήσει συζητήσεις για πιθανή συμφωνία με τους σοβιετικούς και με αφανή να καθυστερήσει κάθε πιθανή επαφή του Στάλιν με τον Χίτλερ (η «ψιλοκουβεντούλα» θα διαρκούσε μέχρι τον Ιούνιο και, φυσικά, δεν επρόκειτο να καταλήξει πουθενά). Την ίδια ώρα, ο Χίτλερ, εμφανώς θυμωμένος αλλά και θέλοντας να δείξει την αποφασιστικότητά του, κατήγγειλε δημοσίως τόσο το σύμφωνο μη επίθεσης τού 1934 με την Πολωνία όσο και την αγγλογερμανική ναυτική συμφωνία (AGNA) του 1935. Κυρίως, όμως, προχώρησε στην τροποποίηση της απλής συνεργασίας Γερμανίας-Ιταλίας (δηλαδή, του Άξονα Βερολίνου-Ρώμης) σε στρατιωτική συμμαχία, διά της υπογραφής της περίφημης Χαλύβδινης Συμφωνίας.

Στις αρχές Μαΐου 1939, λοιπόν, ο γερμανός υπουργός εξωτερικών Γιοακίμ φον Ρίμπεντροπ πήγε στο Κόμο τής Ιταλίας, για να προετοιμάσει από κοινού με τον ιταλό ομόλογο του, τον κόμη Γκαλεάτσο Τσιάνο, το κείμενο της επικείμενης συμφωνίας. Τελικά, η συμφωνία υπεγράφη μεταξύ των δυο υπουργών στο Βερολίνο στις 22 Μαΐου και ονομάστηκε «Χαλύβδινη Συμφωνία» (γερμ.: Stahlpakt, ιταλ.: Patto d’ Acciaio) επειδή για την υπογραφή της χρησιμοποιήθηκαν δυο ατσάλινες πέννες, οι οποίες κατασκευάστηκαν ειδικά για την περίσταση. Μεταξύ άλλων, η Συμφωνία προέβλεπε ότι (α) σε περίπτωση που κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη εμπλεκόταν σε πόλεμο, το άλλο έπρεπε να προστρέξει σε βοήθειά του με όλες του τις δυνάμεις και (β) σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής, κανένα από τα δυο μέρη δεν θα υπέγραφε επί μέρους ανακωχή.

Λεπτομέρεια: Λίγο πιο πάνω είδαμε ότι τον Απρίλιο του 1939 Βρετανία και Γαλλία πρόσφεραν εγγυήσεις για βοήθεια στην Ρουμανία, σε περίπτωση που η χώρα δεχόταν επίθεση από δυνάμεις τού Άξονα. Τελικά, έναν χρόνο αργότερα κι ενώ είχε ήδη ξεσπάσει ο πόλεμος, η Ρουμανία θα συνυπέγραφε την Χαλύβδινη Συμφωνία. Βέβαια, τότε η πολιτική κατάσταση στην χώρα είχε ανατραπεί και στην ηγεσία της βρισκόταν ο πραξικοπηματίας στρατηγός Ίον Αντονέσκου, μέγας θαυμαστής τού Χίτλερ.

Είπαμε πρωτύτερα ότι εκείνο για το οποίο κυρίως ανησυχούσε η δύση, ήταν μήπως η Γερμανία και η ΕΣΣΔ βρουν κοινό πεδίο συνεννόησης. Διάβολε, αυτοί είχαν επιτρέψει το θέριεμα της Γερμανίας και την θυσία ολόκληρων λαών για πάρτη της, με την προοπτική ότι ο Χίτλερ θα τα έβαζε με τους κομμουνιστές. Αν, τελικά, κατέληγε σε συνεννόηση μαζί τους, τί στα κομμάτια θα έκανε τόση δύναμη που είχε συγκεντρώσει;

Ξαφνικά, Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ άρχισαν να νοιώθουν ένα περίεργο μυρμήγκιασμα και κάτι φίδια να τους ζώνουν…

.

του Θοδωρή Αθανασιάδη | http://teddygr.blogspot.gr/2013/05/14.html

.

Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ – 13. Σύνορα της πλάκας

Με όσα έχουμε πει ίσαμε τώρα αλλά και με όσα θα προσθέσουμε σήμερα, ακόμη και ο πλέον ανυποψίαστος αναγνώστης πρέπει να καταλαβαίνει πόσα λάθη έγιναν κατά την σύναψη των συνθηκών με τις οποίες τερματίστηκε ο Α’ Π.Π. Οι πιο προχωρημένοι ιστορικοί αναλυτές δεν κάνουν καν λόγο για δυο παγκόσμιους πολέμους και, βεβαίως, δεν αναφέρονται σε «μεσοπόλεμο». Γι’ αυτούς υπάρχει μόνο «Παγκόσμιος Πόλεμος, 1914-1945», ενώ ο μεσοπόλεμος δεν ήταν παρά μια ανακωχή.

Μερικά από τα τεράστια λάθη έχουν να κάνουν με όσα ανέφερε ο Κέυνς (βλ. «…- 4. Οι συνθήκες του Α’ Π.Π.»), αναφερόμενος στην εξαθλίωση που επιφύλαξαν οι νικητές για τους ηττημένους. Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σε μια άλλη κατηγορία εγκληματικών λαθών: στην ανάδειξη των «διάδοχων κρατών» και στην χάραξη των νέων συνόρων. Ας επαναλάβουμε, λοιπόν, όσα έχουμε ήδη θίξει σχετικά κι ας τα συμπληρώσουμε.

Είδαμε την ταπείνωση που υπέστη η Γερμανία με την αποκοπή των δυτικών-νοτιοδυτικών περιοχών της και το πώς ο Χίτλερ ανακατέλαβε την Ρηνανία. Όμως, μεγαλύτερη ταπείνωση για τους γερμανούς ήταν ο διαχωρισμός της Ανατολικής Πρωσσίας από το υπόλοιπο Ράιχ, με την χάραξη του «πολωνικού διαδρόμου» (ή «διαδρόμου Ντάντσυχ»), μέσω του οποίου δινόταν στην νεοσύστατη Πολωνία διέξοδος στην Βαλτική. Όμως, εκτός από την περιοχή τού Ντάντσυχ, οι σύμμαχοι «έκλεβαν» άλλο ένα σημαντικό τμήμα τής Ανατολικής Πρωσσίας: την βορειοανατολικώτερη επαρχία της, την οποία οι γερμανοί αποκαλούσαν Memelland και είχε πρωτεύουσα το Μέμελ.

Υποτίθεται ότι η Μεμελάνδη θα έμενε υπό την διοίκηση της Κοινωνίας των Εθνών. Όμως, όταν το 1923 η Λιθουανία εισέβαλε στην περιοχή, η ΚτΕ δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να αναγνωρίσει το γεγονός ως τετελεσμένο! Οι λιθουανοί προχώρησαν σ’ αυτή την «μαγκιά» για να τονώσουν την εθνική τους περηφάνια, η οποία είχε τρωθεί ταπεινωτικά όταν το 1920 η Πολωνία κατέλαβε το Βίλνιους, την ιστορική πρωτεύουσά τους. Μη μπορώντας να τα βάλουν με τους πολωνούς, οι λιθουανοί τα έβαλαν με την Κοινωνία των Εθνών!

Δυστυχώς γι’ αυτούς, όμως, η προσπάθεια εκλιθουανισμού τού αμιγώς γερμανικού πληθυσμού τού Μέμελ απέτυχε. Κι όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, οι κάτοικοι της περιοχής ξεσηκώθηκαν κι άρχισαν να ζητούν με ενθουσιασμό την επανένταξή τους στο Ράιχ. Φυσικά, τόσο το ¨Ανσλους όσο και η προσάρτηση της Σουδητίας αποτελούσαν σαφή ένδειξη ότι είχε φτάσει η σειρά τους. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 1938 ο Χίτλερ ανέθεσε στο πολεμικό του ναυτικό να προετοιμάσει την επέμβαση σε Ντάντσυχ και Μέμελ με την πρώτη ευκαιρία. Ο γερμανός δικτάτορας ήταν σίγουρος ότι σύντομα η Πολωνία θα του έδινε την αφορμή. Πού στήριζε την σιγουριά του αυτή ο φύρερ;

Αμέσως μετά το Άνσλους, η πλειοψηφία των πολωνών ηγετών επανέφεραν στο τραπέζι ένα από τα παλιά όνειρα του πολωνικού εθνικισμού: την προσάρτηση της Λιθουανίας στην Πολωνία, ώστε να αναβιώσει η «Μεγάλη Πολωνία», η οποία κατά τον Μεσαίωνα εκτεινόταν από την Βαλτική ως τον Εύξεινο Πόντο. Μόλις οι γερμανοί μπήκαν στην Πράγα, οι πολωνοί ξεψάρωσαν και δυο μέρες αργότερα (17/3/1939) επέδωσαν τελεσίγραφο στην Λιθουανία, η οποία έπρεπε να αναγνωρίσει το στάτους κβο στο Βίλνιους, να ανοίξει τα σύνορα (ήταν κλειστά από το 1922) και να δεχτεί την ανταλλαγή πρεσβευτών. Μέσα σε 48 ώρες, οι αδύναμοι λιθουανοί δέχτηκαν όλες τις απαιτήσεις των γειτόνων τους.

Για τον συνταγματάρχη Μπεκ, τον πολωνό υπουργό εξωτερικών, ήταν ένας θρίαμβος. Ο Μπεκ πίστευε ότι, αφού η Γερμανία μπορούσε να προσαρτήσει την Αυστρία, γιατί να μη μπορεί να κάνει το ίδιο και η Πολωνία με την Λιθουανία; Μόνο που ο Μπεκ παρέβλεψε κάτι σημαντικό: ανάμεσα στα δυο κακά (Γερμανία-Πολωνία), οι λιθουανοί φοβόντουσαν κυρίως την Πολωνία, η οποία ήθελε να τους απορροφήσει τελείως. Στο κάτω-κάτω, οι γερμανοί διεκδικούσαν μόνο το Μέμελ. Οπότε, τί θα έκανε ο πολωνός συνταγματάρχης αν έμπαινε κι ο Χίτλερ στο παιχνίδι;

Και σιγά που δεν θα έμπαινε! Στις 17 Μαρτίου επιδόθηκε το πολωνικό τελεσίγραφο και στις 19 το έκαναν δεκτό οι λιθουανοί; Ε, λοιπόν, στις 20 του μηνός, το Ράιχ απαίτησε από την Λιθουανία την παράδοση του Μέμελ! Ανακουφισμένοι οι λιθουανοί δέχτηκαν αμέσως. Στις 23, γερμανικά πολεμικά πλοία αποβίβασαν τα πληρώματά τους στο Μέμελ και, λίγο αργότερα, επισκέφθηκε την πόλη ο ίδιος ο Χίτλερ, εν μέσω πανηγυρισμών. Με έναν ακόμη Blumenkreige (λουλουδοπόλεμο), ο γερμανός δικτάτορας εδραίωνε ακόμη περισσότερο την θέση του ως φύρερ. Βέβαια, τότε δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο τελευταίος του λουλουδοπόλεμος αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση…

Η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας έφερε στον Χίτλερ δυο καινούργιους συμμάχους. Ο ένας ήταν η Σλοβακία, η οποία είχε προβλήματα με την Ουγγαρία. Τώρα που είχε εκλείψει ο τσεχικός κίνδυνος, οι σλοβάκοι φοβόντουσαν μόνο τους ούγγρους, που επέμεναν να αποκαλούν την χώρα τους «Άνω Ουγγαρία». Για να επιβιώσουν οι σλοβάκοι, είχαν απόλυτη ανάγκη την στήριξη της Γερμανίας.

Ο δεύτερος καινούργιος σύμμαχος του Ράιχ ήταν η…Ουγγαρία! Παρ’ ότι ο Χίτλερ τούς έκοψε τον βήχα με την Σλοβακία, ήταν αυτός που μπήκε στην μέση για να «καθαρίσει» τους ουκρανούς αυτονομιστές τής Ρουθηνίας, αποδίδοντας την περιοχή στους ούγγρους. Μεριά η Ρουθηνία, λοιπόν… μεριά η νότια περιοχή τής Σλοβακίας, όπου έμεναν μαγυάροι… ε, ας μην είμαστε και πλεονέκτες, έτσι; Στο κάτω-κάτω, αν ο Χίτλερ δεν διέλυε την Τσεχοσλοβακία, τί θα έπαιρνε η Ουγγαρία;

Με τα τούτα και με τα κείνα τού Χίτλερ, άνοιξε η όρεξη και του Μουσσολίνι! Αφού το «συνεταιράκι» έκανε παιχνίδι στον βορρά, ο Μπενίτο θα μπορούσε να παίξει στον νότο. Κι αν δυτικά η Γαλλία δεν προσφερόταν για πολλά-πολλά, ανατολικά υπήρχε η Αλβανία (άλλο «διάδοχο κράτος» κι αυτή) που έμοιαζε μπουκιά κατάλληλη για την μασέλα τού ιταλού δικτάτορα.

Καθώς η νεοσύστατη Αλβανία ένοιωθε απειλητικές τις πιέσεις των γειτόνων της (εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε…), αναζητούσε έναν ισχυρό προστάτη, ο οποίος θα την βοηθούσε να επιβιώσει. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, τον ρόλο του προστάτη τον είχε αναλάβει η Ιταλία. Όμως, οι όλο και περισσότερες απαιτήσεις του φασιστικού καθεστώτος είχαν αρχίσει να προκαλούν αντιδράσεις από τους αλβανούς. Ο Μουσσολίνι ενοχλήθηκε από τις αλβανικές «μαγκιές» και αποφάσισε να προχωρήσει στην κατάληψη της χώρας, προκειμένου να την προσαρτήσει στην «Νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» που ονειρευόταν να δημιουργήσει (φυσικά, με τον ίδιο στην θέση τού Καίσαρα).

Και καθώς ο Χίτλερ ήταν απασχολημένος με την Πολωνία και την Ανατολική Πρωσσία, στις 7 Απριλίου 1939 ο ιταλικός στρατός αποβιβάστηκε στην Αλβανία, την οποία κατέλαβε σε λίγες ώρες, δίχως να συναντήσει σοβαρή αντίσταση. Ο δικτατορίσκος βασιλιάς Αχμέτ Ζόγου διέφυγε στο εξωτερικό και ο Βίκτωρ Εμμανουήλ, ο βασιλιάς της Ιταλίας, στέφθηκε και βασιλιάς της Αλβανίας (όπως είχε στεφθεί πριν λίγα χρόνια και αυτοκράτορας της Αιθιοπίας). Επισήμως, η Αλβανία συνέχισε να υπάρχει ως κράτος εφ’ όσον ο Μουσσολίνι δεν την προσάρτησε τελικώς στην Ιταλία, αλλά υπό την ασφυκτική φασιστική διοίκηση δεν ήταν παρά ένα προτεκτοράτο, δίχως περιθώριο οποιασδήποτε αυτόνομης παρουσίας.

Για τους «δημοκράτες» τής δύσης, όλη αυτή η εκτράχυνση του φασισμού δεν σήμαινε τίποτε. Συνθήκες παραβιάζονταν, κράτη διαλύονταν και κάθε έννοια δικαίου και δημοκρατίας ξεσκιζόταν αλλά κανένας από τους «θεματοφύλακες της ειρήνης», άγγλους γάλλους ή πολιτειακούς, δεν έβλεπε κάτι κακό σ’ όλα τούτα. Όσο ο φασισμός σεβόταν τα αλισβερίσια του με την δύση κι όσο υπηρετούσε πιστά την αντιμαρξιστική του αποστολή, δεν υπήρχε λόγος να του εναντιωθεί κανείς…

Λίγο πιο πάνω απεκάλεσα «συνεταιράκια» τον Μουσσολίνι και τον Χίτλερ. Ο «συνεταιρισμός» τους έχει νομιμοποιηθεί με την ιταλογερμανική συμφωνία τής 25/10/1936, η οποία είχε ως θέμα της τον διαχωρισμό των σφαιρών οικονομικής επιρροής των δυο χωρών τόσο στα Βαλκάνια όσο και στις παραδουνάβιες χώρες και η οποία απετέλεσε την ιδρυτική πράξη τού Άξονα Ρώμης-Βερολίνου. Αυτός ο «συνεταιρισμός» θα επιβεβαιωνόταν και θα διευρυνόταν στις 21 Μαΐου 1939, με την υπογραφή τής «Χαλύβδινης Συμφωνίας», για την οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο σημείωμα.

.

του Θοδωρή Αθανασιάδη | http://teddygr.blogspot.gr/2013/05/13.html

.

Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ – 12. Η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας

Αφήσαμε χτες Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ να ξύνουν τις κούτρες τους προκειμένου να βρουν λύση στο τσεχοσλοβακικό πρόβλημα δίχως να γίνει πόλεμος. Κι η λύση φάνηκε καθαρά, μόλις οι δυο ηγέτες έκαναν έναν απλούστατο συλλογισμό: Όταν εμείς, το 1919, ανάβαμε πράσινο φως για την δημιουργία τής Τσεχοσλοβακίας, το κάναμε με την σκέψη πως κάποτε ο τσεχοσλοβακικός στρατός θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμος σύμμαχος. Σήμερα, ο Μπένες πάει να γυρίσει τα πράγματα ανάποδα και μας παρασύρει σε πόλεμο προκειμένου να διατηρήσει την χώρα του άθικτη. Όμως, αφού εμείς ήμασταν που φτιάξαμε αυτή την χώρα, εμείς είμαστε και οι μόνοι που μπορούμε να αποφασίσουμε για τα σημερινά ή τα αυριανά της σύνορα.

Έτσι, λοιπόν, ο Τσάμπερλαιν συνέστησε επιτροπή, η οποία μελέτησε το σουδητικό πρόβλημα και σύστησε στην Πράγα να ικανοποιήσει τα αιτήματα της γερμανικής μειονότητας. Ο ίδιος ο βρετανός πρωθυπουργός ταξίδεψε δυο φορές στο Βερολίνο (15 και 22 Σεπτεμβρίου) με σκοπό να μεταπείσει τον Χίτλερ. Εις μάτην. Ο Χίτλερ είχε καπριτσώσει… ο Μπένες ούτε ν’ ακούσει για υποχώρηση… κι από δίπλα ούγγροι και πολωνοί να αβαντάρουν την Γερμανία, προσδοκώντας ν’ αρπάξουν κι αυτοί το μερίδιό τους από την διαφαινόμενη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Κι ενώ η 1η Οκτωβρίου (η προαναγγελμένη ημέρα της γερμανικής εισβολής) πλησίαζε και ο πόλεμος έδειχνε αναπόφευκτος, η λύση δόθηκε από τον… Μουσολίνι!

Ως από μηχανής θεός, ο ιταλός δικτάτορας πήρε την πρωτοβουλία να συγκαλέσει συνάντηση κορυφής στο Μόναχο, στις 29 Σεπτεμβρίου 1938, δηλαδή μόλις 48 ώρες πριν την έναρξη του πολέμου. Αλήθεια, τί δουλειά είχε ο Μουσολίνι να παραστήσει τον μεσάζοντα, έναν ρόλο που έτσι κι αλλιώς ούτε του πήγαινε ούτε τον ξανάπαιξε ποτέ στην ζωή του; Από πού κι ως πού ο φασίστας δικτάτορας της Ιταλίας αναγορεύθηκε -με τις ευλογίες των «δημοκρατών» της δύσης- σε διαιτητή τής… ειρήνης; Πώς «ξεχάστηκε» το γεγονός ότι από τον Δεκέμβριο τού 1937 η Ιταλία έχει αποχωρήσει από την Κοινωνία των Εθνών; Πώς και δεν υπολογίστηκε ότι δεν έχουν περάσει ούτε 3 χρόνια από τον Οκτώβριο του 1935, όταν οι ιταλοί κυρίευαν την Αβησσυνία; Και με ποια ιδιότητα θα συμμετείχε η Ιταλία σε διαπραγματεύσεις για την τύχη της Τσεχοσλοβακίας; Σύμφωνα με τις σημερινές, ψύχραιμες εκτιμήσεις των ιστορικών αναλυτών, ο Μουσολίνι επιστρατεύτηκε από τους ενδιαφερόμενους (Χίτλερ, Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ), ώστε κανείς απ’ αυτούς να μη χρεωθεί την «ρετσινιά» τού υποχωρητικού ή του συρόμενου σε διαπραγματεύσεις.

Λεπτομέρεια με σημασία: Οι προτάσεις που υποτίθεται πως παρουσίασε ο Μουσολίνι, είχαν συνταχθεί από το επιτελείο τού Χίτλερ. Πώς πάει η σειρά, δηλαδή; 15/9 πάει ο Τσάμπερλαιν στο Βερολίνο, 22/9 ξαναπάει ο Τσάμπερλαιν στο Βερολίνο, 29/9 έχει ο Μουσολίνι προτάσεις ετοιμασμένες από τους γερμανούς… Μάλιστα.

Σ’ εκείνη την συνάντηση δεν κλήθηκε να πάρει μέρος ο Μπένες! Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία θα αποφάσιζαν για την τύχη της Τσεχοσλοβακίας αλλά δεν κρίθηκε αναγκαίο να προσκληθεί στις συζητήσεις ο πρωθυπουργός της υπό διάλυση χώρας! Τελικά, η Συμφωνία του Μονάχου αποφάσισε: η Τσεχοσλοβακία έπρεπε να παραδώσει την Σουδητία στο Γ’ Ράιχ και ταυτόχρονα έπρεπε να βρεί λύση στις διαφορές της με Πολωνία και Ουγγαρία. Τότε μόνο κλήθηκε ο Μπένες να προσυπογράψει το τελικό πόρισμα. Μη αντέχοντας τέτοια προσβολή, ο Μπένες παραιτήθηκε και στην θέση του πήγε ένα ανδρείκελο, του οποίου το όνομα έχει γίνει καλαμπούρι μέχρι σήμερα. Τον έλεγαν Χάχα…

Σύμφωνα με τους όρους τής Συμφωνίας του Μονάχου, ο τσεχοσλοβακικός στρατός θα έπρεπε να αποσυρθεί μέσα σε δέκα μέρες από τα υπό παραχώρηση εδάφη. Καθώς, λοιπόν, τα κυβερνητικά στρατεύματα εγκατέλειπαν την μια περιοχή μετά την άλλη, οι γερμανοί στρατιώτες που έπαιρναν την θέση τους γίνονταν δεκτοί με λουλούδια και ζητωκραυγές. Όπως ακριβώς έγιναν δεκτοί οι πολωνοί στρατιώτες στο Τέσσεν και οι ούγγροι στην νότια Σλοβακία.

 Όλοι -πλην τσέχων- ήσαν ευτυχείς. Ο Χίτλερ κέρδισε άλλον έναν «λουλουδοπόλεμο», δίχως ν’ ανοίξει ρουθούνι, ούγγροι και πολωνοί βολεύτηκαν (αν κι οι δυο θα ήθελαν κάτι παραπάνω απ’ όσα πήραν) κι οι αγγλογάλλοι απέφυγαν έναν πόλεμο. Εκείνοι που δεν ικανοποιήθηκαν ήσαν οι σλοβάκοι εθνικιστές, οι οποίοι συνέχισαν να πιέζουν για να αποκτήσουν κι αυτοί την ανεξαρτησία τους, με επί κεφαλής τον επίσκοπο Τίσο. Για να καταπνίξει την αντίσταση, ο τσεχικός στρατός κατέλαβε την Μπρατισλάβα στις 10 Μαρτίου 1939. Ο Τίσο διέφυγε στην Γερμανία, όπου -με την παρότρυνση των ναζί- κήρυξε την ανεξαρτησία της Σλοβακίας.

Τότε ο Χίτλερ έκανε την κίνηση ματ: κάλεσε στο Βερολίνο τον Χάχα για να υπογράψει διακήρυξη με την οποία ζητούσε γερμανική προστασία στην Βοημία και την Μοραβία! Η υπογραφή τού Χάχα μπήκε το πρωί της 14ης Μαρτίου και το απόγευμα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Μοραβία. Ξημερώματα της 15ης Μαρτίου, οι γερμανικές δυνάμεις έμπαιναν στην χώρα από παντού. Πριν ξυπνήσουν οι τσέχοι, τα πάντσερ είχαν καταλάβει την Πράγα. Και πάλι δίχως να πέσει έστω ένας πυροβολισμός.

Ο Χίτλερ είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχής. Με αποκλειστικό όπλο την διπλωματία, κατάφερε: (α) με την προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας, να προσθέσει 10 εκατομμύρια υπηκόους και να ενισχύσει την στρατολογική δεξαμενή του, (β) να εξαφανίσει τον τσεχικό στρατό, έναν από τους πλέον υπολογίσιμους πολεμικούς αντιπάλους του και, ταυτόχρονα, να αποκτήσει τον οπλισμό του μέσω του οποίου εξόπλισε τις δικές του δυνάμεις, (γ) να αναλάβει τον έλεγχο του προτεκτοράτου Βοημίας-Μοραβίας, ιδιοποιούμενος την ισχυρή εξοπλιστική βιομηχανία που υπήρχε εκεί, (δ) να «ταπώσει» μια για πάντα τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, αναδεικνυόμενος σε αδιαμφισβήτητο Φύρερ και (ε) να αναγκάσει την δύση να υποκλιθεί στην ευφυΐα του.

Από την πλευρά τους, άγγλοι και γάλλοι αποδέχτηκαν μοιρολατρικά την δημιουργία του γερμανικού προτεκτοράτου Βοημίας-Μοραβίας, παρ’ ότι η γερμανική εισβολή στην Τσεχία αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της Συμφωνίας του Μονάχου. Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ αναλώθηκαν σε υποκριτικούς πανηγυρισμούς για την διατήρηση της ειρήνης. Προφανώς, οι «φωτισμένοι ηγέτες» δεν έβλεπαν την τύφλα τους…

 

Τσεχοσλοβακία 1938

Η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας

1: Εδάφη προσαρτηθέντα στο Γ’ Ράιχ (Σουδητία)

2 – 2α: Εδάφη προσαρτηθέντα στην Πολωνία (2. Τέσσεν – 2α. Λοιπά)

3: Εδάφη προσαρτηθέντα στην Ουγγαρία το 1938 (Νότια Σλοβακία)

4: Εδάφη προσαρτηθέντα στην Ουγγαρία το 1939 (Ρουθηνία)

5: Γερμανικό προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας

6: Ανεξάρτητο κράτος της Σλοβακίας

.

του Θοδωρή Αθανασιάδη | http://teddygr.blogspot.gr/2013/05/12.html

.

Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ – 11. Η Ευρώπη στα πρόθυρα του πολέμου

Έχοντας κατά νου όλο το παρασκήνιο, έτσι όπως το εκθέσαμε στα προηγούμενα σημειώματα, οι εξελίξεις γίνονται εύκολα κατανοητές. Κατ’ αρχάς, μόλις ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ, η πολυδιασπασμένη γερμανική κοινότητα της Σουδητίας άρχισε να συσπειρώνεται στο ναζιστικό Sudetendeutsche Partei (SDP – Κόμμα Γερμανών Σουδητών). Η Πράγα απάντησε με διώξεις και λήψη μέτρων καταστολής κατά των γερμανοσουδητών.

Παράλληλα, η Τσεχοσλοβακία υπέγραψε σύμφωνο αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας με την ΕΣΣΔ. Κι ο μεν Στάλιν την χρειαζόταν αυτή την συμφωνία με μια σύμμαχο της Γαλλίας, προκειμένου να πιέσει το Παρίσι να δεχτεί την αναβίωση των γαλλορωσσικών συμμαχιών τού 19ου αιώνα, όμως η Πράγα δεν κέρδισε τίποτε απ’ αυτήν: για να φτάσουν τα ρωσσικά στρατεύματα σε τσεχοσλοβακικό έδαφος θα έπρεπε να περάσουν είτε από ρουμανικά είτε από πολωνικά εδάφη, πράγμα αδύνατο γιατί Βαρσοβία και Βουκουρέστι είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα επέτρεπαν τέτοια διέλευση. Αντίθετα, μάλιστα, αυτή η συμφωνία τροφοδότησε την γερμανική προπαγάνδα, η οποία έσπευσε να παρουσιάσει την Τσεχοσλοβακία ως… προκεχωρημένη βάση των κομμουνιστών!

Τότε, οι τσέχοι στράφηκαν για βοήθεια στην Γαλλία. Όμως, το μόνο που εισέπραξαν ήταν η συμβουλή να κατασκευάσουν την δική τους Γραμμή Μαζινό. Η χώρα είχε αυτή την δυνατότητα, μιας και διέθετε την μεγαλύτερη εξοπλιστική βιομηχανία τής κεντρικής Ευρώπης. Επί Αυστροουγγαρίας, όλη η βαριά οπλική βιομηχανία της αυτοκρατορίας βρισκόταν στην Βοημία και την Μοραβία. Αυτή η βιομηχανία όχι μόνο είχε διατηρηθεί αλλά είχε επεκταθεί περισσότερο, κατασκευάζοντας πλέον και τεθωρακισμένα άρματα και μαχητικά αεροσκάφη. Λογικά, λοιπόν, αυτή η αυξανόμενη τσεχική στρατιωτική ισχύς δαιμόνιζε τους γερμανούς.

Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο πρωθυπουργός Έντβαρντ Μπένες (φανατικός τσέχος εθνικιστής, ο «πατέρας της ανεξαρτησίας») ήταν τεράστιο. Τα μήκους 1.545 χλμ σύνορα με την Γερμανία είχαν γίνει 2.103 χλμ μετά το Άνσλους ενώ δεν ήσαν λιγότερο επικίνδυνα ούτε τα 832 χλμ συνόρων με την Ουγγαρία ούτε τα 948 χλμ συνόρων με την Πολωνία. Όσο κι αν ο τσεχικός στρατός ήταν ο καλύτερα οπλισμένος σ’ όλη ατή την περιοχή, ήταν φανερό πως δεν θα μπορούσε να υπερασπίσει μόνος του σχεδόν 4.000 χιλιόμετρα επικίνδυνων συνόρων. Οι λύσεις που είχε ο Μπένες ήταν δυο: ή να δεχτεί τα αιτήματα των σουδητών και να τους παραχωρήσει πλήρη αυτονομία (ακόμη και ένωση με το Γ’ Ράιχ) ή να μπει σε πόλεμο, προκαλώντας την ανάμειξη άγγλων, γάλλων και σοβιετικών.

Στις δημοτικές εκλογές στα τέλη Μαΐου του 1938, το SDP ακολούθησε πολιτική όξυνσης (προφανώς, υποκινούμενο από τον Χίτλερ). Σύντομα, οι συγκρούσεις εξελίχθηκαν σε αιματοχυσίες, καθώς η Πράγα χρησιμοποίησε όπλα κατά των σουδητών. Ο Μπένες, φοβούμενος γερμανική εμπλοκή, έστειλε 200.000 στρατιώτες στα σύνορα με την Γερμανία. Αυτή η αψυχολόγητη κίνηση έκανε τον Χίτλερ να τα πάρει στο κρανίο: κι αν ακόμη δεν ήθελε να επιτεθεί, τώρα έπρεπε να το κάνει για να μη τον θεωρήσουν δειλό. Όταν στις 22 Μαΐου το SDP μάζευε το 90% των σουδητικών ψήφων, ο Χίτλερ όριζε την 1η Οκτωβρίου ως ημερομηνία εισβολής στην Τσεχοσλοβακία.

Πολλοί πίστεψαν ότι ο Χίτλερ είχε τρελλαθεί: όχι μόνο θα τα έβαζε με τον ισχυρότερο αντίπαλο που θα μπορούσε να διαλέξει αλλά τον προειδοποιούσε κιόλας μήνες πριν! Η γερμανική στρατιωτική ηγεσία κόντεψε να πάθει ομαδική αποπληξία ενώ κάποιοι δεν δίστασαν να ρίξουν την ιδέα τής ανατροπής τού δικτάτορα. Η βασική τους ένσταση ήταν ότι η εισβολή θα κρατούσε πολλές βδομάδες και στο μεταξύ οι γάλλοι θα έμπαιναν από τα δυτικά. Αντί για απάντηση, ο Χίτλερ έδωσε εντολή να ξεκινήσει αμέσως η κατασκευή οχυρών στα γαλλογερμανικά σύνορα, με την πομπώδη ονομασία Westwall (Δυτικό Τείχος) ή Siegfriedwall (Τείχος Ζήγκφρηντ).

 Στο μεταξύ, οι σουδήτες γερμανοί ξεκίνησαν κανονικό αντάρτικο κατά του τσεχοσλοβακικού στρατού. Τα καθημερινά βίαια γεγονότα αναμεταδίδονταν κι αναπαράγονταν σ’ όλον τον κόσμο. Στις εφημερίδες άρχισαν να εμφανίζονται ειδήσεις για επιστρατεύσεις στον γαλλικό στρατό και στο βρετανικό ναυτικό. Όλα μύριζαν μπαρούτι. Η Ευρώπη έδειχνε να οδεύει ολοταχώς σε πόλεμο…

Στην Αγγλία, επί κεφαλής της κυβέρνησης βρίσκεται ο συντηρητικός Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλαιν. Στην Γαλλία, ομόλογός του είναι από τον Απρίλιο ο ριζοσπάστης Εντουάρ Νταλαντιέ, μέχρι τότε υπουργός πολέμου. Παρά τις -υποτιθέμενες- πολιτικές διαφορές τους, οι δυο ηγέτες συμφώνησαν να ακολουθήσουν κοινή γραμμή. Είχαν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα να επιλύσουν, προκειμένου να πάρουν σωστές αποφάσεις: με βάση το σύμφωνο του 1935, ποιά στάση θα κρατούσε η ΕΣΣΔ αν ο Χίτλερ χτυπούσε την Τσεχοσλοβακία;

Το πρόβλημα ήταν πράγματι σοβαρό. Οι δυο πρωθυπουργοί γνώριζαν ότι οι χώρες τους (βοηθούντος και του κραχ) δεν είχαν ακόμη ανακάμψει απολύτως από τις καταστροφές τού Α’ Π.Π. και ήταν σίγουρο ότι ένας καινούργιος πόλεμος θα τις αποδυνάμωνε σχεδόν τελείως. Αν, λοιπόν, η ΕΣΣΔ αποφάσιζε να αναμειχθεί, ο κίνδυνος διάδοσης του κομμουνισμού στην δύση θα γινόταν μεγάλος. Συνεπώς, Αγγλία και Γαλλία έπρεπε να κάνουν κάτι αμέσως. Αλλά τί;

Τελικά, η λύση στο πρόβλημα βρέθηκε και, μάλιστα, ήταν απλούστατη. Θα την δούμε στο επόμενο σημείωμα.

.

του Θοδωρή Αθανασιάδη | http://teddygr.blogspot.gr/2013/05/11.html

.

Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ – 10. Το τσεχοσλοβακικό μόρφωμα

Αν όλα όσα αναπτύξαμε ως εδώ «μυρίζουν» πόλεμο, λένε πως το πραγματικό προανάκρουσμα του επικείμενου πολέμου ήταν η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας, η οποία επισημοποιήθηκε με την κατάπτυστη Συμφωνία του Μονάχου, του 1938. Όμως, πριν εξετάσουμε την διάλυση καθ’ εαυτήν και πριν αναλύσουμε την εν λόγω Συμφωνία, επιβάλλεται να πούμε δυο λόγια για το παρασκήνιο αλλά και για τα αίτια που οδήγησαν στις τελικές εξελίξεις.

Και, πρώτα-πρώτα, πώς προέκυψε το μόρφωμα που ονομάστηκε Τσεχοσλοβακία (όπως λέμε Αττικοβοιωτία); Εδώ έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της βλακείας με την οποία αντιμετώπισαν οι νικητές τις συνθήκες τού Α’ Π.Π. και διά της οποίας αναδύθηκαν από το πουθενά καινούργια κράτη στον ευρωπαϊκό χάρτη, με ανιστόρητα -ενίοτε δε και ασαφή- σύνορα και χαώδη -ενίοτε δε και ανύπαρκτο- εθνοτικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, ας είναι καλά οι τσέχοι εθνικιστές, οι οποίοι ονειρεύονταν ένα δικό τους κράτος να γεννιέται από το πτώμα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Και τα κατάφεραν, βγαίνοντας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Μόνο που αυτό το κράτος, έτσι όπως σχεδιάστηκε με την συνεργασία των συμμάχων, είχε μόνο 45% τσέχους (περ. 7 εκατομμύρια) και οι υπόλοιποι ήσαν κυρίως γερμανοί (22%) και σλοβάκοι (15%) αλλά υπήρχαν και ευάριθμες κοινότητες πολωνών, ούγγρων και ουκρανών.

Ωραίο αμάλγαμα! Από τη μια, η νέα χώρα ονομάστηκε Τσεχοσλοβακία, αποδεικνύοντας εμμέσως ότι τσέχοι και σλοβάκοι είναι δυο λαοί με ελάχιστα κοινά σημεία. Από την άλλη, οι αρχές της αρνούνταν πεισματικά να αναγνωρίσουν ως ιδιαίτερη εθνότητα τους γερμανούς, αντιμετωπίζοντάς τους ως τσεχοσλοβάκους πολίτες β’ κατηγορίας. Μόνο που αυτοί οι γερμανοί δεν αποδέχτηκαν ποτέ την μοίρα που τους επιφύλαξε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι οι περιοχές της Βοημίας και της Μοραβίας ανήκαν στην «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» από το 962 έως το 1806, περνώντας κατόπιν στην επικυριαρχία των Αψβούργων μέχρι το 1918. Κι αφού αυτά τα εδάφη ήταν γερμανικά επί χίλια σχεδόν χρόνια, πότε πρόλαβαν κι έγιναν «εθνικό λίκνο» των τσέχων;

Εν πάση περιπτώσει, στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι γερμανοί της Τσεχοσλοβακίας ζούσαν συγκεντρωμένοι στην Σουδητία, μια περιοχή που απλώνεται κατά μήκος των συνόρων με την Αυστρία και την Γερμανία. Αυτό το γεγονός θα ήταν από μόνο του αρκετό για να ικανοποιηθεί το αίτημα των σουδητών να προσκυρωθεί η περιοχή τους είτε στην Αυστρία είτε στην Γερμανία. Οι τσέχοι, όμως επέμειναν ότι η περιοχή αυτή τους ανήκει και οι σύμμαχοι δεν τους χάλασαν το χατίρι.

Πάντως, με το τούτο και με το κείνο, η Τσεχοσλοβακία δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την μοίρα όλων των «διάδοχων κρατών», δηλαδή των κρατών που γεννήθηκαν από την διάλυση των μεγάλων αυτοκρατοριών. Ήδη μιλήσαμε για την κόντρα της με Αυστρία και Γερμανία, σχετικά με το ζήτημα των σουδητών. Όμως, είχε μπελάδες και με την Ουγγαρία, τόσο λόγω της ουγγρικής μειονότητας (οι μαγυάροι ανέρχονταν στο 5% του πληθυσμού) όσο και λόγω του ότι η Ουγγαρία διεκδικούσε σημαντικό τμήμα της Σλοβακίας αλλά και ολόκληρη την Ρουθηνία (όπου, όμως, έμεναν κυρίως ουκρανοί). Όπως είχε προβλήματα και με την Πολωνία, η οποία διεκδικούσε την μικρή -αλλά πλούσια σε ορυκτά- περιοχή τού Τέσσεν.

Προκειμένου να αντισταθεί στην πιέσεις, η τσεχοσλοβακική ηγεσία συμμάχησε με δύο άλλα «διάδοχα κράτη», τα οποία αντιμετώπιζαν κι αυτά προβλήματα με μειονότητες και με συνοριακές διαφορές, την Ρουμανία και την Γιουγκοσλαβία. Η συμμαχία αυτών των τριών κρατών ονομάστηκε «Μικρή Αντάντ» και απετέλεσε βασικό σύμμαχο της Γαλλίας στην κεντρική Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Όμως, επειδή κάθε δράση φέρνει και μια αντίδραση, ήταν λογικό οι αντίπαλοι της «Μικρής Αντάντ» να στραφούν στον άλλο πόλο, με αποτέλεσμα Πολωνία και Ουγγαρία ν’ αρχίσουν τα γλυκοκοιτάγματα προς το Βερολίνο…

Στο επόμενο σημείωμα θα δούμε την διάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Σήμερα, 75 χρόνια αργότερα, υπάρχουν ιστορικοί αναλυτές που λένε πως η εξαφάνιση της Τσεχοσλοβακίας ως κράτος το 1938 οφειλόταν στις χιτλερικές βλέψεις εναντίον της. Διαφωνώ. Τουλάχιστον, διαφωνώ με την απλότητα ενός συμπεράσματος που αφήνει πλήρως ακάλυπτη την δεύτερη -και οριστική- διάλυση της ίδιας χώρας το 1993. Τότε, δηλαδή, που δεν υπήρχε Χίτλερ…

.

του Θοδωρή Αθανασιάδη | http://teddygr.blogspot.gr/2013/05/10.html

.

Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ – 9. Ο ρόλος της Ιαπωνίας

Ας αφήσουμε για λίγο τον Χίτλερ να απολαμβάνει την παντοδυναμία του και να καταστρώνει τα επόμενα σχέδιά του κι ας μεταφερθούμε στην πίσω πλευρά τού πλανήτη. Εκεί, στην Άπω Ανατολή, ο επεκτατισμός της Ιαπωνίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Όταν οι ΗΠΑ έστελναν τον πλοίαρχο Πέρρυ (1853-1854) να «ανοίξει» την Ιαπωνία στις προκλήσεις τής εποχής, δεν ήταν δυνατόν να μαντέψουν πού θα κατέληγε όλο αυτό. Μετά από μια μεγάλη περίοδο μεταρρυθμίσεων (γνωστή ως Περίοδος Μέιτζι – Meiji Period), η χώρα βγήκε τόσο ισχυρή και βιομηχανοποιημένη ώστε φιλοδοξούσε να γίνει κι αυτή αυτοκρατορία. Το πρόβλημα ήταν πως τα μόνα εδάφη που προσφέρονταν για επέκταση ήσαν τα κινέζικα και, όσο κι αν η Κίνα παρέμενε μια κλειστή και ανίσχυρη χώρα, όντας μακριά από κάθε ιδέα εκσυγχρονισμού, δεν συνέβαινε το ίδιο με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής: οι βρετανοί είχαν καταλάβει την Βιρμανία και το Νεπάλ, οι γάλλοι την Ινδοκίνα και οι Ρώσσοι μεγάλες εκτάσεις τού Τουρκεστάν και της Σιβηρίας. Έτσι, οι ιάπωνες προσπάθησαν να στριμωχτούν κι αυτοί από δίπλα, αφαιρώντας από την Κίνα τον έλεγχο της Κορεατικής Χερσονήσου και της νήσου Φορμόζας.

Οι ευρωπαίοι δεν είδαν με καλό μάτι τον ιαπωνικό επεκτατισμό: οι ιάπωνες ήσαν «έγχρωμοι» και υπήρχε κίνδυνος να μιμηθούν το παράδειγμά τους οι άλλες «έγχρωμες» αποικίες, αμφισβητώντας την «λευκή ανωτερότητα». Από την μεριά τους, οι ιάπωνες καταλάβαιναν ότι υστερούσαν έναντι των πανίσχυρων δυτικών χωρών και φρόντισαν να συνάψουν συμμαχία με την Βρετανία. Δεν είχαν, όμως, κανένα πρόβλημα να τα βάλουν με τους ρώσσους, οι οποίοι, αναζητώντας διέξοδο στον Ειρηνικό, είχαν καταφέρει να πάρουν από την Κίνα την βορειοανατολική επαρχία Αμούρ (απέναντι στην Ιαπωνία) ενώ ήλεγχαν και την Μαντζουρία. Η επιθυμία των ιαπώνων να καταλάβουν αυτά τα εδάφη οδήγησε στον ρωσσοϊαπωνικό πόλεμο του 1905, ο οποίος κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα των τσαρικών δυνάμεων.

Η ανησυχία των «λευκών» εντάθηκε και άρχισε να γίνεται λόγος για «κίτρινο κίνδυνο». Προσπαθώντας να διασκεδάσει αυτές τις ανησυχίες, η Ιαπωνία όχι μόνο διατήρησε την συμμαχία της με την Βρεττανία αλλά βγήκε και στο πλευρό τής Αντάντ κατά τον Α’ Π.Π. Και κάπως έτσι, μετά τον πόλεμο οι ιάπωνες βρέθηκαν να κατέχουν όλες τις γερμανικές αποικίες στον Ειρηνικό αλλά και όλες τις εγκαταστάσεις της Γερμανίας στην Κίνα.

Την ίδια ώρα η Κίνα κατέρρεε. Στα υπολείμματα της παλιάς αυτοκρατορίας, το Κουόμιτανγκ (το κινεζικό εθνικιστικό κόμμα) δεν κατάφερε να κρατήσει ενωμένη την χώρα, η οποία διασπάστηκε σε κρατίδια διοικούμενα από πολέμαρχους. Αυτή η χαώδης κατάσταση έκανε τους ιάπωνες να ξερογλείφονται. Κι όταν το κραχ τού 1929 τσάκισε τις ιαπωνικές εξαγωγές και οι ΗΠΑ αποφάσισαν να κλείσουν τα σύνορά τους στους ιάπωνες μετανάστες, ξέσπασε η επεκτατική καταιγίδα: Το 1931, η Ιαπωνία εισέβαλε στην Μαντζουρία και δημιούργησε εκεί ένα κράτος-μαριονέττα, το Μαντζούκουο. Το 1932, οι ιάπωνες προσπάθησαν να καταλάβουν την Σαγκάη αλλά απωθήθηκαν. Το 1933 κατέλαβαν την επαρχία Τζεχόλ, μεταξύ Μαντζουρίας και Πεκίνου.

Τότε ήταν που, επί τέλους, ξύπνησαν οι δυτικοί και κατάλαβαν ότι οι ιάπωνες μιλιταριστές είχαν βάλει σκοπό τους να καταλάβουν ολόκληρη την Κίνα. Με αντανακλαστικά Ραν-Ταν-Πλαν και δυο χρόνια καθυστέρηση, η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε την ιαπωνική επίθεση στην Μαντζουρία. Τα αφτιά των ιαπώνων δεν ίδρωσαν καθόλου: αν δεν τους ήθελαν οι άγγλοι κι οι γάλλοι, θα πήγαιναν με τους γερμανούς! Έτσι, τον Νοέμβριο του 1936, Γερμανία και Ιαπωνία υπέγραψαν το γνωστό Σύμφωνο Αντικομιντέρν, δηλαδή μια καθαρά αντικομμουνιστική συμμαχία. Παράλληλα, η Ιαπωνία κατήγγειλε τις συνθήκες της με την Βρετανία και τις ΗΠΑ.

 Μη πιστεύοντας στο αξιόμαχο των σοβιετικών δυνάμεων, το καλοκαίρι του 1938 οι ιάπωνες εξαπέλυσαν επίθεση κατά της ρωσσικής επαρχίας Άπω Ανατολής (με πρωτεύουσα το Βλαδιβοστόκ) αλλά δεν κατάφεραν να νικήσουν. Την επόμενη χρονιά εξαπέλυσαν καινούργια επίθεση από την Μαντζουρία προς την Εξωτερική Μογγολία. Ήταν η γνωστή Μάχη του Τζαλτζίν-Γκολ, η οποία διήρκεσε από τον Μάιο ως τον Σεπτέμβριο του 1939 και κατέληξε σε ήττα του ιαπωνικού στρατού. Ξαφνικά, οι ιάπωνες κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να τα βάλουν μόνοι τους με τους σοβιετικούς, οπότε η συμμαχία τους με το Γ’ Ράιχ ήταν επιβεβλημένη.

Ίσως να αναρωτιέται κάποιος γιατί οι δυτικοί δεν πήραν χαμπάρι έγκαιρα τον κίνδυνο που εγκυμονούσε ο ιαπωνικός μιλιταρισμός. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: για τον ίδιο λόγο που άργησαν να πάρουν χαμπάρι και τον χιτλερικό κίνδυνο! Όσο ιάπωνες και γερμανοί τα βάζουν με τους κομμουνιστές και όσο οι δουλειές μαζί τους πάνε καλά, δεν υπάρχει πρόβλημα. Πάνω απ’ όλα οι δουλειές!

Μόνο που αυτές οι «δουλειές» συσπείρωσαν με την Γερμανία (μέσω του Συμφώνου Αντικομιντέρν) δυο ισχυρές χώρες (Ιταλία, Ιαπωνία), οι οποίες κατά τον Α’ Π.Π. ανήκαν στην Αντάντ…

.

του Θοδωρή Αθανασιάδη | http://teddygr.blogspot.gr/2013/05/9.html

.